συνομιλίες της αμερικανικής και της ιρανικής πλευράς στο Σουλτανάτο του Ομάν, το οποίο παραδοσιακά μεσολαβεί σε τέτοιου είδους επαφές, όπως είχε συμβεί την προηγούμενη δεκαετία, οπότε φιλοξένησε τις εμπιστευτικές συναντήσεις της κυβέρνησης Ομπάμα με την Ισλαμική Δημοκρατία, οι οποίες οδήγησαν στην διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Το Ιράν έχει δηλώσει επιφυλακτικά δεκτικό σε έμμεσες επαφές με την κυβέρνηση Τραμπ, αλλά απέκλειε τις άμεσες συνομιλίες, όσο παραμένει το πλαίσιο των απειλών και των πιέσεων που εκπορεύονται από την Ουάσιγκτον προς την Τεχεράνη η οποία βλέπει έστω και μικρή, ευκαιρία συνδιαλλαγής, με τελικό έπαθλο την περιπόθητη άρση των οικονομικών κυρώσεων. Όμως κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση εκδηλώνει μια σπάνια αποστασιοποίηση από τις προτεραιότητες του Ισραήλ.
Ο Τραμπ έσπευσε μάλιστα να προκαταλάβει την εμπλοκή του Ισραήλ και ενώ οι Αμερικανοί έχουν ήδη μεταφέρει δύο αεροπλανοφόρα στην περιοχή κοντά στο Ιράν και στρατηγικά βομβαρδιστικά στυην βάση της νήσου Ντιέγκο Γκαρσία, ενώ σφυροκοπούν τους συμμάχους της Τεχεράνης στην Υεμένη. Ο Νετανιάχου προωθεί τη λύση τύπου Λιβύης” και για το Ιράν, δηλαδή πλήρη κατάργηση του πυρηνικού του προγράμματος και όχι απλώς θέσπιση ελέγχων ότι αυτό δεν θα στραφεί σε στρατιωτική χρήση.
Ετσι λοιπόν γεννάται το ερώτημα αν σε αυτή τη συνάντηση θα υπάρξει μια αυθεντική διαπραγμάτευση ή απλώς επικοινωνιακό χειρισμό προετοιμασίας μιας θερμής αναμέτρησης η οποία φαντάζει όλο και πιο πιθανή.
Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Ουόλς, που εκφράζει πιο μετριοπαθείς απόψεις, βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω του σκανδάλου της συμπερίληψης του δημοσιογράφου Τζέφρι Γκόλντμπεργκ σε συνομιλία αξιωματούχων κατά τη στιγμή εκδήλωσης επίθεσης στην Υεμένη, είναι μία παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι Αμερικανοί πολίτες δυσφορούν όλο και περισσότερο προς την προοπτική μιας πολεμικής περιπέτειας με το Ιράν και αυτό λαμβάνεται επίσης υπόψη από τον Αμερικανό πρόεδρο ο οποίος ήδη από την προηγούμενη προεδρική θητεία του αποδέσμευσε τις ΗΠΑ από την JCPOA και υιοθέτησε πολιτική "μέγιστης πίεσης” έναντι του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί. Στην παρούσα φάση η αμερικανική πλευρά επιχειρεί να αποσπάσει παραχωρήσεις από το Ιράν σε θέματα τα οποία δεν κάλυπτε η JCPOA, όπως οι ιρανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι και η "περιφερειακή συμπεριφορά” της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ήτοι οι σχέσεις της με τον λεγόμενο "άξονα της αντίστασης” κατά του Ισραήλ. Το ότι ο τελευταίος εμφανίζεται βαριά τραυματισμένος, ιδίως μετά την δολοφονία του ηγέτη της λιβανικής Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλλα και την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, γεννά σε πολλούς την επιθυμία να μεταφερθεί η πίεση, όσο παραμένει αυτό το "παράθυρο ευκαιρίας”, απευθείας στην Τεχεράνη. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Times, η Τεχεράνη ενισχύει την παρουσία της στην περιοχή προμηθεύοντας μια νέα παρτίδα όπλων σε ισχυρές σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, διαψεύδοντας τις ελπίδες ότι το Ιράν θα απέσυρε την υποστήριξή του καθώς ετοιμάζεται να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το πυραυλικό και πυρηνικό του πρόγραμμα.
Όλα λοιπόν κρέμονται από μια κλωστή και το τελευταίο που χρειάζεται η διεθνής κοινότητα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη Γάζα, ένα ακόμη μέτωπο στο Ιράν.