Τη σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων ανέδειξε ο κ. Τσούνης, χαρακτηρίζοντας τη χώρα μας πυλώνα σταθερότητας και αξιόπιστο εταίρο σε μια περιοχή που χρειάζεται απεγνωσμένα σταθερότητα, θυμίζοντας ότι επί της πρώτης διοίκησης Τραμπ με πρέσβη τον κ. Geoffrey Pyatt οι σχέσεις των δύο χωρών ενισχύθηκαν.
Ο πρώην πρέσβης αναφέρθηκε στη στρατηγική θέση της Ελλάδας, καθώς είμαστε η πρώτη χώρα που συναντούν τα σκάφη, όταν περνούν τη διώρυγα του Σουέζ, οπότε η χώρα μας θα μπορούσε να είναι κόμβος logistics, ενέργειας, αλλά και εναλλακτική λύση της Gazprom στην Ευρώπη. Μίλησε, επίσης, για μία σειρά από στρατηγικές αποχωρήσεις των ΗΠΑ λόγω αλλαγής προτεραιοτήτων που αφήνουν ανοιχτό το πεδίο σε στρατηγικούς ανταγωνιστές.
Από την πλευρά του, ο κ. Barkey εκτίμησε ότι δεν ξέρουμε ποια ακριβώς είναι η στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή. Εξήγησε ότι, όταν αναφερόμαστε στην Ανατολική Μεσόγειο, έχουμε στο μυαλό μας τη Γάζα ή την αντιπαλότητα Ελλάδας – Τουρκίας, αλλά υπάρχει και η Συρία και το μείζον πρόβλημα του ISIS. Και παρότι ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται να διεξάγει πολέμους, υπάρχει μεγάλη αμερικανική στρατιωτική δύναμη γύρω από την Υεμένη εξαιτίας των Χούθι, γεγονός που στέλνει ηχηρό μήνυμα στο Ιράν.
Σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο κ. Τσούνης είπε ότι, παρόλο που δεν έχουμε επιλύσει όλα μας τα θέματα, έχουμε επικεντρωθεί στη θετική ατζέντα, τονίζοντας ότι κανείς δεν ωφελείται περισσότερο από τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας από ό,τι οι ίδιοι οι Έλληνες και οι Τούρκοι και χαρακτήρισε σημαντική την αναθέρμανση των σχέσεων.
Σε ερώτηση της Ανταποκρίτριας στην Ουασιγκτον, ΕΡΤ, Καθημερινή, κυρίας Λένας Αργύρη, για τις σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν, ο κ. Τσούνης απάντησε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ξεκάθαρα προτιμήσεις προς κάποιους αρχηγούς κρατών, ενώ ο κ. Barkey είπε ότι αυτό που καθιστά αποδεκτό τον Ερντογάν από τον Τραμπ είναι η ιδιαίτερα κακή σχέση που είχε με τον Μπάιντεν.
Σημείωσε, μάλιστα, ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος αποφασίζει ανάλογα με την περίσταση, φέρνοντας ως παράδειγμα την αντίδρασή του για την καταδίκη της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία σε αντίθεση με την περίπτωση Ιμάμογλου για την οποία δεν έκανε σχόλιο.
Την ίδια ώρα, ο κ. Τσούνης μίλησε για αναθέρμανση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, καθώς η Άγκυρα φαίνεται να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον - είναι μεγάλη χώρα με αντίστοιχη οικονομία, στρατηγικά τοποθετημένη, με σχέσεις με τη Συρία, αν και, όπως θύμισε, έχει ιδιαίτερη εξωτερική πολιτική και πατάει με το ένα πόδι στη Δύση και με το άλλο στην Ανατολή.
Όσον αφορά στα F35, ο κ. Τσούνης εξήγησε ότι για να εξαιρεθεί κανείς από τις κυρώσεις CAATSA, θα πρέπει να μην έχει πυραύλους S400, που σημαίνει ότι θα πρέπει να καταστρέψει τα συστήματα. Διευκρίνισε, πάντως, ότι όταν η Τουρκία βγήκε από τη λίστα για τα F35 είχε δώσει προκαταβολή 2,5 δισ. δολαρίων, οπότε υπάρχουν έξι F35 που της ανήκουν και μπορεί να τα λάβει άμεσα, αν αρθούν οι κυρώσεις. «Ανησυχώ. Παρόλο που θέλω η Τουρκία να είναι πάροχος ασφαλείας, κάποιες ενέργειές της πρέπει να μας προβληματίζουν», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Τέλος, για το υπό διαμόρφωση νέο σύμφωνο για τη Μεσόγειο, το IMEC, που ανοίγει νέους εμπορικούς διαδρόμους με την Ασία, ο κ. Τσούνης μίλησε για μια τεράστια ευκαιρία και σημείωσε ότι Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να γίνουν «κόμβος» διασυνδεσιμότητας, τονίζοντας ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στον IMEC ως αντίβαρο στην Κίνα. Από την πλευρά του, ο κ. Barkey σχολίασε ότι το project αυτό θα ξεκινούσε εδώ και καιρό, αλλά είναι πολύ ακριβό - περίπου 500 δισ. για αρχή – και επεσήμανε τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδας.