Γράφει λ. χ. ο Ματθαίος ότι μετά τον θάνατον του Θεανθρώπου «οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι μαζεύτηκαν («συνήχθησαν») στο πραιτώριο του Πιλάτου και τού είπαν «θυμηθήκαμε πως εκείνος ο πλάνος (δηλ. ο ΚΗΙΧ) είχε προβλέψει ότι μετά τρεις ημέρες θα αναστηθή («εγείρομαι»). Δώσε εντολή να σφραγισθή ο τάφος μήπως οι μαθητές του «κλέψωσιν αυτόν» και είπουν στον λαόν ότι ηγέρθη από τους νεκρούς και θα είναι τότε «η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» κι ο Πιλάτος τους απάντησε έχετε ομάδα φρουρών («κουστωδίαν») τραβάτε κι ασφαλίσετε τον τάφο από μόνοι σας (*). Νωρίτερα ο Πιλάτος είχε ρωτήσει τον Ιησού: «ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» Κι αυτός απάντησε: «Συ λέγεις»!
Στο «κατά Μάρκον» Ευαγγέλιο αναφέρεται το επεισόδιο στη οικία του Σίμωνος μία γυναίκα έσπασε ένα αλάβαστρο γεμάτο μύρα και έλουσε την κεφαλή του Ιησού, οπότε οι παριστάμενοι διεμαρτυρήθησαν ότι χάθηκε μία αξία τριακοσίων δηναρίων που θα μπορούσαν να δοθούν στους πτωχούς. Ο Χριστός απήντησε «φτωχούς θα έχετε πάντοτε ενώ εμένα δεν θα είμαι μαζί σας για πολύ χρόνο», υπονοώντας την σταύρωσή Του.
Καλά έκανε κι έσπασε το αλάβαστρο με το μύρο και μη κατηγορείτε την ζημιάρα γυναίκα («ενεβριμώντο αυτή»), είπε ο Ιησούς. Όταν διαδοθή η καλή είδηση (Ευαγγέλιον) σ’ όλο τον κόσμο , η γυναίκα που μ’ έλουσε με το μύρο θα μνημονεύεται σ’ όλο τον κόσμο».
Ο Λουκάς επειδή πολλοί επιχείρηααν να ανασκευάσουν («ανατάξασθαι») τις πληροφορίες, έγραψε στο Θεόφιλο ως αυτόπτης μάρτυρας τα γεγονότα, μεταξύ άλλων:
(*) NOVUM TESTAMENTUM, Graece.26,65.22,10