Απειλή η Ρωσία για την Ευρώπη;

Η πρόσφατη ανάφλεξη στον Καύκασο και η συνακόλουθη κρίση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης επανέφεραν στο προσκήνιο μνήμες ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και προκάλεσαν προβληματισμό για το αν η Ρωσία αποτελεί έναν σημαντικό αλλά δύστροπο γείτονα ή μια απειλή για την Ευρώπη.
Του Θ.Π. Ντόκου
Δευ, 5 Ιανουαρίου 2009 - 10:12

Η πρόσφατη ανάφλεξη στον Καύκασο και η συνακόλουθη κρίση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης επανέφεραν στο προσκήνιο μνήμες ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και προκάλεσαν προβληματισμό για το αν η Ρωσία αποτελεί έναν σημαντικό αλλά δύστροπο γείτονα ή μια απειλή για την Ευρώπη.

Μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, ακολούθησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 μια περίοδος σημαντικής διπλωματικής, πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής αποδυνάμωσης της Ρωσίας, παράλληλα με την αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Την περίοδο εκείνη υλοποιήθηκε μια αμερικανική προσπάθεια απεξάρτησης του συνόλου σχεδόν των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών και δορυφόρων από την επιρροή της Μόσχας και μετατροπής τους σε δυτικού τύπου δημοκρατίες, προσκολλημένες στο αμερικανικό άρμα με στόχο την εδραίωση της αμερικανικής επιρροής στην Ευρασία. Την περίοδο εκείνη η Μόσχα υποχρεώθηκε, κατά τη ρήση του Θουκυδίδη, να αποδεχθεί ό,τι της επέβαλε η αδυναμία της. Αλλά η δυτική- κυρίως η αμερικανική πολιτική- σε συνδυασμό με την πικρία για την απώλεια της αυτοκρατορικής της θέσης προκάλεσαν έντονα αισθήματα ενόχλησης στη Ρωσία.

Οι σημερινές αμερικανορωσικές τριβές και εντάσεις αποτελούν φυσικές συνέπειες μιας συνεχούς, σύνθετης και δυναμικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης του διεθνούς συσχετισμού ισχύος. Η οικονομική και συνακόλουθα πολιτική άνοδος των λεγόμενων χωρών ΒRΙC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) ανακατεύει εκ νέου την «παγκόσμια τράπουλα», διαμορφώνοντας νέες παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες. Με βασικό όπλο τους ενεργειακούς της πόρους (τους οποίους χρησιμοποιεί ομολογουμένως με λίαν επιθετικό τρόπο), η Ρωσία διεκδικεί περισσότερη επιρροή, ρόλο και σεβασμό, καθώς και αναγνώριση ότι αποτελεί και πάλι μια παγκόσμια δύναμη. Σήμερα η Δύση (ή τουλάχιστον οι ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στην πρώην Ανατολική Ευρώπη) ανησυχούν για τον συνδυασμό δημοκρατικού ελλείμματος, ηγεμονικών τάσεων και προσπάθειας επανάκτησης παραδοσιακών περιοχών επιρροής από μια μεγάλη δύναμη που λειτουργεί ακόμη με βάση τη λογική της «σκληρής ισχύος» ως μέσου άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

Πόσο ακριβής είναι αυτή η αντίληψη; Είναι γεγονός ότι ιστορικά η Ρωσία αποτελεί μια μεγάλη δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις και επεκτατικές τάσεις. Παράλληλα, διακατέχεται από μια μόνιμη ανασφάλεια, αποτέλεσμα σε σημαντικό βαθμό και της ιστορικής εμπειρίας. Στις πιθανές εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της ρωσικής ηγεσίας περιλαμβάνονται η πικρία για το πρόσφατο παρελθόν και η νοσταλγία της περιόδου όπου η Ρωσία/ΕΣΣΔ ήταν η μία από τις δύο υπερδυνάμεις, η επιθυμία αποκατάστασης της ρωσικής επιρροής και του γοήτρου, αλλά και η κατοχύρωση διαχρονικών ρωσικών ζωτικών συμφερόντων.

Είναι οι στόχοι της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής συμβατοί με αυτούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ; Προφανώς υπάρχουν σοβαρά σημεία τριβής. Δεν νοείται, έστω και στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ μεταμοντέρνας Ευρώπης και πρώην σοβιετικού χώρου, να μη γίνονται σεβαστές οι επιλογές μιας ανεξάρτητης χώρας όσον αφορά το μέλλον της. Και είναι μεν κατανοητό ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν θέλουν να δώσουν στη Ρωσία δικαίωμα βέτο στη διεύρυνση της Συμμαχίας, αλλά από την άλλη δεν είναι ρεαλιστικό να μην αναμένεται έντονη αντίδραση της Μόσχας στο ενδεχόμενο γεωπολιτικής περικύκλωσης. Αρα φρόνιμο θα ήταν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να προσαρμοστούν στα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα και να αναθεωρήσουν κάποιους από τους στόχους τους, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα και τις ευαισθησίες της άλλης πλευράς. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι μεταξύ φινλανδοποίησης από τη μια και ένταξης στο ΝΑΤΟ από την άλλη υπάρχουν και άλλοι τρόποι κατοχύρωσης των συμφερόντων της Γεωργίας.

Ο νέος αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου (αν και πολλοί αμερικανοί πολιτικοί και αξιωματούχοι είναι) και ελπίζεται ότι δεν θα αντιμετωπίσει τις αμερικανορωσικές σχέσεις ως ζήτημα μηδενικού αθροίσματος, απαλλαγμένος από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, τα κοινά συμφέροντα ΗΠΑ και Ρωσίας εξακολουθούν να είναι σημαντικά σε ζητήματα όπως, π.χ., το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η διεθνής (ισλαμική) τρομοκρατία, η σταθεροποίηση του Αφγανιστάν και η ραγδαία άνοδος της Κίνας και η δική μας εκτίμηση είναι ότι το κόστος μιας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης θα λειτουργήσει αποτρεπτικά και για τις δύο πλευρές.

Σε αυτή την περίοδο αναζήτησης νέων διεθνών ισορροπιών το ζητούμενο είναι η αποτελεσματική διαχείριση των διμερών σχέσεων μέσω της κατανόησης από αμερικανικής πλευράς ότι στο ιδιαίτερα πολύπλοκο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας του 21ου αιώνα υπάρχουν πολύ σημαντικότερες απειλές από τη Ρωσία, ενώ και οι δύο πλευρές, και ιδιαίτερα η Μόσχα η οποία δείχνει λίγο «μεθυσμένη» από τη νεοαποκτηθείσα ισχύ της, θα πρέπει να αποφύγουν αχρείαστες σκληρές δηλώσεις και προκλητικές ενέργειες. Από πλευράς ικανοτήτων, ούτε το μέγεθος της ρωσικής οικονομίας (ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τη σημαντική μείωση των ενεργειακών τιμών) ούτε οι δημογραφικές τάσεις (ετήσια μείωση πληθυσμού κατά 0,47%) ούτε οι στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας στοιχειοθετούν επαρκώς την ύπαρξη απειλής από τη Ρωσία προς την Ευρώπη (ή τη Δύση γενικότερα). Οσον αφορά τον ενεργειακό τομέα, ο οποίος αποτελεί και το «βαρύ χαρτί» της Μόσχας, η Ευρώπη θα πρέπει να μειώσει σε κάποιο βαθμό την ενεργειακή της εξάρτηση, ενώ σε πολιτικό επίπεδο είναι επιτακτική η ανάγκη για εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης της Λισαβόνας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ενωσης έτσι ώστε να ενισχυθεί η διεθνής παρουσία της ΕΕ (κάτι απαραίτητο για μια ισορροπημένη σχέση, αφού η Ρωσία σέβεται την ισχύ). Πέραν αυτού είναι σαφές ότι υπάρχει μια ουσιαστικά αναπόφευκτη σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, με τη μια πλευρά να χρειάζεται την ενέργεια και την άλλη να χρειάζεται κεφάλαια για τον εκσυγχρονισμό της ενεργειακής υποδομής και την ανάπτυξη άλλων τομέων της ρωσικής οικονομίας- όσο και αν ρώσοι αξιωματούχοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν τις ρωσικές ανάγκες.

Ουδείς αναμένει ότι η Ρωσία θα είναι εύκολος γείτονας. Αποτελεί, όμως, απαραίτητο εταίρο και αυτό υποχρεώνει την Ευρώπη να προσπαθήσει να βρει τρόπο συνύπαρξης και αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας με τη Ρωσία. Ειδάλλως το κόστος τόσο μιας αντιπαράθεσης όσο και των χαμένων ευκαιριών θα είναι μεγάλο και για τις δύο πλευρές.

Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής τού Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 16/11/2008)