Η αναγγελθείσα προ εβδομάδων από τον Υπουργό Ανάπτυξης κ. Κωστή Χατζηδάκη στροφή 180 μοιρών στην μέχρι σήμερα ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική, με την πλήρη αποπομπή του λιθάνθρακα και τον έμμεσο αλλά σαφή υποβιβασμό του λιγνίτη, από το ενεργειακό ισοζύγιο έχουν ως αναμένετο οδηγήσει σε έντονο προβληματισμό και ποικίλες αντιδράσεις για το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Με σειρά άρθρων και παρεμβάσεων πολλοί Έλληνες διαπρεπείς επιστήμονες και ειδικοί έχουν επιστήσει την προσοχή στους κινδύνους που περικλείει η νέα ενεργειακή στρατηγική, η οποία όπως δείχνουν τα πράγματα προέκυψε από το πουθενά χωρίς κάποια δημόσια ή έστω υπηρεσιακή διαβούλευση.
Με τις ανακοινώσεις του της 10/2 ο Υπουργός έδειξε να γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό που είχε με μεγάλη προσοχή και εκτενή δημόσια διαβούλευση εκπονήσει το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ) το περασμένο καλοκαίρι και ο οποίος μάλιστα είχε ψηφιστεί από την ίδια την Βουλή και ασφαλώς από βουλευτές της κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Υπουργού Ανάπτυξης (εκ των υστέρων βέβαια έσπευσε στον ΣΕΕΣ ζητώντας την αναθεώρηση του Μακροχρόνιου Σχεδιασμού!). Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα τι άλλαξε τους τελευταίους 6 μήνες και γιατί ο κ. Χατζηδάκης αποφάσισε αίφνης να αλλάξει από μόνος του μία καλά μελετημένη και τεκμηριωμένη στρατηγική η οποία εγγυάτο σε ένα μεγάλο βαθμό μία σχετική ανεξαρτησία κινήσεων, μέσω της διασποράς των κινδύνων που υπεισέρχονται στην προσπάθεια απόκτησης ενεργειακής ασφάλειας.
Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ τι πιέσεις ασκήθηκαν στην κυβέρνηση και από ποιους, ούτε εάν η εγκατάλειψη του λιθάνθρακα και ο υποβιβασμός του λιγνίτη αποτελούν απλώς μέρος μιας νέας ευφάνταστης ενεργειακής στρατηγικής της κυβέρνησης η οποία μέσω της υιοθέτησης της λεγόμενης πράσινης ενέργειας προσπαθεί απεγνωσμένα να κερδίσει μερικούς ψήφους. Γιατί η απόλυτη συμπαράταξη του νεόκοπου υπουργού με την γραμμή περιβαλλοντικών οργανώσεων τύπου Greenpeace και WWF τι άλλο μπορεί να σημαίνει; Αφού οι ανακοινώσεις του Υπουργού δεν συνοδεύτηκαν από κάποιο επισταμένο πρόγραμμα προώθησης των ΑΠΕ ή την ανακοίνωση συγκεκριμένων μέτρων για την άρση των μη τεχνικών εμποδίων, που έχουν και την κυρίως ευθύνη για την τελμάτωση της Ελληνικής αγοράς ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια.
Όμως η συλλήβδην απόρριψη των στερεών καυσίμων εκτιμάται ότι θα έχει σημαντικές και αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για τα επόμενα χρόνια, όπου η μερική χρήση εισαγόμενου λιθάνθρακα θα είχε προσφέρει μία ρεαλιστική λύση στην κάλυψη ενός σοβαρού μέρους του φορτίου βάσης, από σταθμούς στη Νότιο Ελλάδα, πλησίον της Αττικής, όπου και συγκεντρώνεται το ενεργοβόρο τμήμα του δικτύου. Έχει δε ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η ίδια η διοίκηση της ΔΕΗ, έχοντας πλέον και την σύμφωνη γνώμη και υποστήριξη της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ (η οποία ως γνωστόν αντιδρούσε επί μακρόν στην εισαγωγή λιθάνθρακα) είχε αναπροσαρμόσει τον μακροχρόνιο σχεδιασμό της για την συμμετοχή του λιθάνθρακα με το σκεπτικό της διασφάλισης ενός βέλτιστου οικονομικού και ασφαλούς, από πλευράς προμήθειας, ενεργειακού μίγματος όπου ο λιγνίτης, ο οποίος καλύπτει σήμερα το 60% της παραγωγής, θα εξακολουθούσε να παίζει κύριο ρόλο με στόχο την σταδιακή μετατροπή των μονάδων παραγωγής σε σταθμούς καθαρής καύσης, κάτι που θα επιτυγχάνετο εξάλλου απ’ αρχής με την καύση λιθάνθρακα.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι σε πρώτη φάση ο εξοβελισμός του πιο καθαρού λιθάνθρακα, σε δεύτερη φάση θα σημάνει αναμφίβολα την σταδιακή εγκατάλειψη του λιγνίτη χάρις στον οποίο όμως η Ελλάδα μπόρεσε να εξηλεκτρισθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να δημιουργήσει βιομηχανία και να εξασφαλίσει συνθήκες ευημερίας και αυτό λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής που εξασφάλιζε και συνεχίζει να εξασφαλίζει αυτό το εγχώριο καύσιμο. Επιπλέον η χώρα μας διαθέτει τεράστια κοιτάσματα λιγνίτη, τα δεύτερα μεγαλύτερα μετά τη Γερμανία, τα οποία επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών ηλεκτροπαραγωγής για τα επόμενα 50 χρόνια και άρα θα έπρεπε πρωτίστως να μας απασχολεί το πώς θα αξιοποιήσουμε καλύτερα τα υπάρχοντα κοιτάσματα και πως θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε προηγμένες τεχνολογίες καθαρής καύσης και ενταφιασμού του διοξειδίου του άνθρακα (CCT).
Η απαξίωση των στερεών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου και του λιγνίτη, που εισηγείται ο Υπουργός Ανάπτυξης, αναμφίβολα θα σημάνει την αύξηση των εισαγωγών φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρισμού, κάτι που ασφαλώς ενέχει αρκετούς κινδύνους αφού η χώρα εμφανίζεται ήδη ελλειμματική ως προς την προμήθεια αερίου και εδώ και 12 μήνες αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην εξασφάλιση πρόσθετων (πέραν των 4.0 BCM’s που καταναλώνει σήμερα) ποσοτήτων για τον μακροχρόνιο εφοδιασμό της. Ή μήπως το προβλεπόμενο έλλειμμα θα το καλύψει η αιολική ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά η ανάπτυξη των οποίων σε μεγάλη κλίμακα αντιμετωπίζει μύρια όσα προβλήματα κυρίως λόγω τοπικών αντιδράσεων και του απαράδεκτου αδειοδοτικού πλαισίου που ισχύει. Όμως με τον αποκλεισμό του λιθάνθρακα, την περιθωριοποίηση του λιγνίτη, τον πλήρη αποκλεισμό της πυρηνικής ενέργειας, την αδυναμία ουσιαστικής προώθησης των ΑΠΕ η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας θα γίνεται ολοένα και πιο προβληματική, ολοένα και πιο ακριβή και αναπόφευκτα πιο επισφαλής.