Του Λάμπρου Καραγεώργου
Όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος συμφωνεί ότι το φυσικό αέριο είναι ένα καύσιμο αναμφισβήτητα πολύ πιο φιλικό για το περιβάλλον από τα άλλα γνωστά καύσιμα. Επίσης, η είσοδος του στο ενεργειακό ισοζύγιο μιας χώρας λειτουργεί εξισορροπητικά σε ό,τι αφορά την εξάρτηση από το πετρέλαιο. Όλα αυτά είναι γνωστά. Η χώρα μας τα ασπάσθηκε κάποια χρονική στιγμή, έστω και καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ήδη το φυσικό αέριο είναι μία πραγματικότητα, τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και τη βιομηχανική και οικιακή κατανάλωση. Επίσης όλοι έχουμε δει τους δρόμους της Αθήνας κάποιο από τα 600 «καθαρά» αστικά λεωφορεία που κυκλοφορούν με καύσιμο φυσικό αέριο. Τα δύο τελευταία χρόνια οι Εταιρείες Παροχής Αερίου και ΔΕΠΑ έχουν αρχίσει να υλοποιούν μία πολιτική περαιτέρω διείσδυσης του φυσικού αερίου στη βιομηχανική και οικιακή κατανάλωση. Παράλληλα, η κυβέρνηση και ειδικότερα το υπουργείο Ανάπτυξης λαμβάνει διάφορα μέτρα ενίσχυσης του καυσίμου αυτού όπως είναι η υποχρεωτική εγκατάσταση φυσικού αερίου σε όλα τα κτίρια κ.λπ. Όμως, πριν δύο περίπου χρόνια ο υπουργός Οικονομίας, Νίκος Χριστοδουλάκης, έσπευσε να καταργήσει τις όποιες φοροαπαλλαγές υπήρχαν για την εγκατάσταση συστημάτων φυσικού αερίου, ρύθμιση που είχε ωστόσο υποστηρίξει όταν ήταν στο υπουργείο Ανάπτυξης. Όπως φάνηκε και από τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, με την ευκαιρία της έκθεσης ΑΕΡΙΟΝ 2003, μόνιμο παράπονο των ανθρώπων της αγοράς αερίου είναι η κατάργηση των φοροαπαλλαγών αυτών. Παράλληλα, πρόσφατα προσετέθη ακόμη ένα. Η περαιτέρω ενίσχυση της τάσης κατανάλωσης ντίζελ κίνησης για τις επιχειρήσεις με τη σημαντική μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Το υπουργείο Οικονομίας για μια ακόμη φορά έλαβε ένα μέτρο χωρίς να υπολογίσει τις παρενέργειες που έχει αυτό στο ρυθμό αύξησης της διείσδυσης του φυσικού αερίου. Αυτές οι δύο αποφάσεις δεν συνάδουν, σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, με τη γενική ενεργειακή στρατηγική που έχει υιοθετήσει και η χώρα μας και η οποία προσβλέπει στην αύξηση του ρόλου του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο. Μήπως το υπουργείο Οικονομίας πρέπει να επανεξετάσει τις θέσεις του για το συγκεκριμένο θέμα;