Συζητούσαμε χθες κατά πόσο τα μέτρα που μας επιβάλλει η Ενωμένη Ευρώπη αποτελούν ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά μας, αν θίγουν και περιορίζουν την εθνική μας κυριαρχία. Πολύ περισσότερο αν τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από όργανα που δεν διαθέτουν επαρκή νομιμοποίηση των αποφάσεών τους μέσω ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος.

Συζητούσαμε χθες κατά πόσο τα μέτρα που μας επιβάλλει η Ενωμένη Ευρώπη αποτελούν ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά μας, αν θίγουν και περιορίζουν την εθνική μας κυριαρχία. Πολύ περισσότερο αν τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από όργανα που δεν διαθέτουν επαρκή νομιμοποίηση των αποφάσεών τους μέσω ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος. Από την άποψη αυτή, δικαιολογημένα πολλοί πιστεύουν ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από ανεξέλεγκτες ομάδες συμφερόντων ή από ψυχρές, απόμακρες και αδιάφορες γραφειοκρατίες.

Τα πράγματα δεν είναι έτσι ή δεν είναι μόνο έτσι. Εξαρτάται πώς εννοούμε την εθνική κυριαρχία, ποιο είναι το πολιτικό της περιεχόμενο και όχι απλώς το στενά και δήθεν ουδέτερο οικονομικό. Μόνοι μας και επίμονα ζητήσαμε, μέσω αντιπροσωπευτικών κυβερνήσεων, συμμετοχή στην Ευρωζώνη, με κοινό νόμισμα το ευρώ, και δεχθήκαμε τους όρους της συμμετοχής. Γνωρίζαμε επίσης ότι η Ευρωζώνη είναι ενιαίος οικονομικός (και όχι μόνο) χώρος και η συμμετοχή στο χώρο αυτό είναι μια θέση στον σύγχρονο κόσμο, που κατακτάται ανταγωνιστικά προς άλλες χώρες. Δεν είναι χώρος φιλανθρωπικής αλληλεγγύης, αν και υπήρξαν μέτρα για την ενίσχυση των αδύναμων χωρών, ώστε να προσαρμοσθούν και να είναι σε θέση να ανταγωνισθούν με τους ίδιους όρους χώρες οικονομικά ανεπτυγμένες. Αν και σε μια ένωση με ισχυρές και αδύναμες χώρες, με περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένες, οι ίσοι όροι συναλλαγής, εκ των πραγμάτων, αποβαίνουν υπέρ των ισχυρών χωρών, σε βάρος των αδυνάτων.

Σε αυτές τις συνθήκες και με αυτές τις προϋποθέσεις, η εθνική μας κυριαρχία και ο πατριωτισμός αποκτούν άλλο νόημα και άλλο περιεχόμενο, διατηρώντας και ενισχύοντας, ακριβέστερα εμπλουτίζοντας το αυτονόητο και θεμελιώδες προηγούμενο, την υπεράσπιση του εθνικού εδάφους. Η εθνική κυριαρχία και το βάρος της, ο πατριωτισμός πέραν των ρητορικών εξάρσεων εξαρτώνται πλέον από το πόσο ισχυρή και πόσο εδραιωμένη είναι η θέση μας στον σκληρό ανταγωνιστικό χώρο της Ευρωζώνης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση αναταράζει τον βυθό του ωκεανού και φέρνει στην επιφάνεια δυνάμεις ανεξέλεγκτες και σοβαρά προβλήματα δυσαρμονίας, που φαίνεται ότι θίγουν την ίδια την υπόσταση της Ευρωζώνης.

Η εθνική κυριαρχία χάνει τη δύναμη και την αποτελεσματικότητά της, ακόμη και τη νομιμοποίησή της (παράδειγμα οι κινητοποιήσεις των αγροτών), όταν ασκείται σε επικράτεια που, παρά τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, εξακολουθεί να λειτουργεί με αναχρονιστικές και παμπάλαιες μορφές ζωής και σκέψης, απροσάρμοστη στα νέα δεδομένα. Δεν μας μένει παρά το δίλημμα: Να αποχωρήσουμε από την Ευρωζώνη χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε ή να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα, ασκώντας και εμπλουτίζοντας την εθνική μας κυριαρχία προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο πατριωτισμός παύει να είναι η κούφια ρητορική του παρελθόντος και έχει πλέον τη μορφή της επίμονης προσπάθειας μεταρρυθμίσεων, προσαρμογής και εκσυγχρονισμού με τα νέα δεδομένα.

Το φαινόμενο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού ούτε τυχαίο ούτε απρόβλεπτο είναι. Πηγάζει από τον τρόπο της ζωής και ήρθε με μαθηματική ακρίβεια. Είναι σκληρό και άδικο να περικόπτεις το εισόδημα του δημοσίου υπαλλήλου, αλλά δεν μπορούμε να ζήσουμε με ένα κράτος βαθύτατα παθητικό που αφαιρεί και απορροφά πόρους από την υπόλοιπη κοινωνία, όπου παράγεται ο πραγματικός πλούτος.

Εξετάζοντας τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, τα μέτρα που πειθαναγκαστικά πλέον μας επιβάλλει η Κομισιόν, και ιδίως η επιτήρηση της εφαρμογής, είναι σαν αυτό που περιμένουμε από χρόνια: σαν ενιαία πολιτική της Ευρωζώνης...

(από την εφημερίδα «Καθημερινή», 10/2/2010)