Αυτά δεν είναι άλλα από την αύξηση των ευρωπαϊκών τιμών φυσικού αερίου κατά 25%, ήδη από τις αρχές Αυγούστου, όποτε και η Ουκρανική εισβολή στο Κουρσκ- και ο έλεγχος από τους Ουκρανούς του στρατηγικού μετρητικού σταθμού στην πόλη Σούτζα - με άμεσο αντίκτυπο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπου τους τελευταίους δυο μήνες παρατηρούμε σταθερή αύξηση των τιμών χονδρεμπορικής. Κάτι που συμβαίνει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες την Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης. Παράλληλα, και σαν αποτέλεσμα των συστηματικών Ρωσικών επιθέσεων κατά ενεργειακών υποδομών της Ουκρανίας, έχει δημιουργηθεί σοβαρό έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα η χώρα να εξαρτάται απ’ όλο και μεγαλύτερες εισαγωγές ηλεκτρισμού από γειτονικά κράτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης με άμεσες επιπτώσεις στις τιμές.
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Κυρ. Μητσοτάκη (12/9) στην Πρόεδρο της Κομισιόν κας Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, στην οποία, μεταξύ άλλων, καλεί τις Βρυξέλλες να αντιμετωπίσουν επειγόντως μια «παρατεταμένη κρίση» που έχει οδηγήσει τις τιμές σε τόσο ακραία επίπεδα ώστε να απαιτείται άμεση «πολιτική απάντηση» Μεταξύ άλλων, η επιστολή εξηγεί πως οι (μέσες) τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην χομδροεμπορική αγορά αυξήθηκαν τον Αύγουστο από 60 ευρώ την μεγαβατώρα σε € 130 / MWh και καλεί την Ουρσουλα Φον ντερ Λάιεν να αξιοποιήσει την δεύτερη θητεία της ως προέδρου της Επιτροπής για να εξευρεθεί μια πανευρωπαϊκή λύση που θα αποτρέψει τέτοια φαινόμενα στο μέλλον.
Όμως οι ανοδικές τάσεις των τιμών χονδροεμπορικής σε περιφερειακό επίπεδο ενισχύονται και από τις υπάρχουσες στρεβλώσεις της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Μια από τις αδυναμίες του συστήματος οφείλεται στο γεγονός ότι το σύνολο σχεδόν της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε καθημερινή βάση διαπραγματεύεται μέσω του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (ΕΧΕ), με μικρό μόνο μέρος να πραγματοποιείται εκτός μέσω PPA’s, ενώ απουσιάζουν παντελώς τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Με την υπάρχουσα δομή του ΕΧΕ, όπως συμβαίνει και σε όλα τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας, η οριακή τιμή του συστήματος (ΟΤΣ), που συνήθως αντιστοιχεί σε αυτήν του πλέον ακριβού καυσίμου, είναι εκείνη που καθορίζει την τιμή εκκαθάρισης.
Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι οι υποτιθέμενες «φθηνές» ΑΠΕ - αν και συμμετέχουν, πλέον, άνω του 45% κατά μέσο όρο στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα- δεν μπορούν να επηρεάσουν καθόλου την διαμόρφωση της τελικής τιμής. Αυτή είναι μια γνωστή αδυναμία του ευρωπαϊκού συστήματος, κάτι που έχει επισημανθεί εδώ και καιρό σε πολιτικό επίπεδο, γι' αυτό και ευρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης η ίδια η δομή λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (βλέπε ElectricityMarket Reform).
Ως να μην έφταναν οι μάλλον ανεξέλεγκτες τιμές ηλεκτρισμού, μια σειρά από εμπόδια και δυσκολίες έχουν αίφνης προκύψει – λες και άνοιξε το κουτί της Πανδωρας και καθημερινά ξεπροβάλλουν μύρια όσα προβλήματα που δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα του ενεργειακού συστήματος ενώ απειλούν τον μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό . Το πιο χαρακτηριστικο παράδειγμα είναι η καθημερινή, πλέον, απόρριψη από τον Διαχειριστή σημαντικών ποσοτήτων εγχεόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, για λόγους ευστάθειας του συστήματος.
Με αλλά λόγια, παρατηρείται υπερ-επάρκεια παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Η θεραπεία της ιδιάζουσας αυτής κατάστασης θα επέλθει με την εισαγωγή στο σύστημα μεγάλης κλίμακας συστημάτων αποθήκευσης (λ. χ. αντλησιοταμίευση και μπαταρίες). Μόνο που ο σχεδιασμός της κυβέρνησης έχει αποδειχθεί ανεπαρκής (αφού προηγήθηκε η μεγέθυνση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ) και, όπως προβλέπουν παράγοντες της αγοράς, η ανωμαλία αυτή θα συνεχιστεί για μερικά χρόνια ακόμα, ενώ θα επηρεάσει αρνητικά περαιτέρω επενδύσεις στον κλάδο.
Στα ανωτέρω οφείλουμε να προσθέσουμε την σειρά δυσκολιών και εμποδίων που έχουν προκύψει στην προώθηση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, έργο τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας για τις δυο χώρες αλλά και για την ΕΕ, καθότι αποβλέπει στην ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού ηλεκτρικού δικτύου. Ακόμα ένα έργο κομβικού ενδιαφέροντος είναι η δημιουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων, αφού η κατασκευή τους θα βοηθήσει την χώρα μας να παράγει και να εξάγει φθηνή πράσινη ενέργεια και, παράλληλα, να αναπτύξει την απαραίτητη παραγωγική αλυσίδα με ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας και της απασχόλησης.
Η αποτυχία της Πολιτείας όλα αυτά τα χρόνια να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα μέχρι τα 12 ν. μ. και να ανακηρύξει ΑΟΖ στο Αιγαίο,την περιοχή με το μεγαλύτερο αιολικό δυναμικό της Μεσογείου, υποσκάπτει την όλη προσπάθεια, ενώ ανακύπτουν σοβαρά ερωτηματικά εάν η στόχευση για 1,9 GW εγκατεστημένης ισχύος το 2030 θα μπορέσει να υλοποιηθεί, ιδίως μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΚΑΣ που έχουν εκτροχιάσει το μεγαλύτερο μέρος του κυβερνητικού σχεδιασμού. Κανονικά η Ελλάδα, με το τεράστιο αιολικό δυναμικό που διαθέτει στις θάλασσες της, έπρεπε να στοχεύει σε ισχύ άνω των 30 GW μέχρι το 2035, επιδιώκοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τέλος, η προοπτική για την αξιοποίηση του σημαντικού δυναμικού υδρογονανθράκων που διαθέτει η χώρα παραμένει θολό τοπίο εξαιτίας της διαρκούς αναβολής ερευνητικών γεωτρήσεων σε Ιόνιο, Ιωάννινα και νότια της Κρήτης. Τροχοπέδη - κοινός παρονομαστής για τα παραπάνω σημαντικά έργα - βλέπε ηλεκτρικό καλώδιο με Κύπρο, θαλάσσια αιολικά πάρκα και εκμετάλλευση κοιτασμάτων φ.αερίου - που θα έδιναν πραγματική αναπτυξιακή πνοή στην χώρα αποτελεί η μεγάλη γεωστρατηγική εκκρεμότητα της ανακήρυξης ΑΟΖ βάσει των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) και του ευρωπαϊκού χάρτη της Σεβίλλης.
Η συνολική θεώρηση των ανωτέρω και των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται πλέον σε διαφορετικά επίπεδα όλο και συχνότερα, αναδεικνύει το σοβαρό έλλειμμα στρατηγικής που υπάρχει στην σχεδίαση και υλοποίηση πολιτικών στον ενεργειακό τομέα. Ένας τομέας, όμως, απόλυτα κρίσιμος για την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας.