Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση στην οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Τα προβλήματα και οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι πολλά και σημαντικά, δεν είναι όμως μοναδικά. Οσο οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν ευνοϊκές, το γεγονός ότι η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) ήταν, στην ουσία, μόνο Νομισματική Ενωση (και ελάχιστα Οικονομική Ενωση) δεν είχε αρνητικές συνέπειες. Οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου ανακύκλωναν, χωρίς προβλήματα, τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών-μελών της ΟΝΕ που ανήκαν στον οικονομικά ώριμο ευρωπαϊκό Βορρά, προς τον λιγότερο ώριμο και ελλειμματικό ευρωπαϊκό Νότο, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας
Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση στην οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Τα προβλήματα και οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι πολλά και σημαντικά, δεν είναι όμως μοναδικά. Οσο οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν ευνοϊκές, το γεγονός ότι η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) ήταν, στην ουσία, μόνο Νομισματική Ενωση (και ελάχιστα Οικονομική Ενωση) δεν είχε αρνητικές συνέπειες. Οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου ανακύκλωναν, χωρίς προβλήματα, τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών-μελών της ΟΝΕ που ανήκαν στον οικονομικά ώριμο ευρωπαϊκό Βορρά, προς τον λιγότερο ώριμο και ελλειμματικό ευρωπαϊκό Νότο, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο δημόσιος τομέας, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις των χωρών-μελών της ΟΝΕ του ευρωπαϊκού Νότου χρηματοδοτούσαν χωρίς προβλήματα τις δανειακές τους ανάγκες. Οσο (α) οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών ήταν υψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς των χωρών-μελών της ΟΝΕ του Ευρωπαϊκού Βορρά, (β) οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών ήταν υψηλότεροι από τα επιτόκια δανεισμού τους και (γ) οι προϋπολογισμοί των χωρών αυτών έδειχναν μηδενικά ή θετικά πρωτογενή πλεονάσματα, τότε η παραπάνω αναφερθείσα αδυναμία της ΟΝΕ ήταν άνευ σημασίας.

Ζήτημα γεννάται όταν οι συνθήκες αυτές ανατρέπονται μερικώς ή ολικώς, όπως συμβαίνει σήμερα, με κύρια συνέπεια την απροθυμία των χρηματοπιστωτικών αγορών να συνεχίσουν να διαμεσολαβούν, με επιτρεπτό κόστος, μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χωρών-μελών. Επιπλέον, η ανατροπή αυτών των συνθηκών, σε συνδυασμό με ορισμένες βασικές αδυναμίες του διεθνούς εποπτικού συστήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα (που ξεκίνησαν με την ακύρωση της νομοθεσίας Glass-Steagal στις ΗΠΑ και την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς παραγώγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων) ενθαρρύνει την εκδήλωση επιθετικών συναλλακτικών πρακτικών, συμβάλλοντας στην αύξηση της αβεβαιότητας, στην επιδείνωση των ήδη άσχημων οικονομικών συνθηκών και στη δυσκολία επαναφοράς του συστήματος σε ισορροπία.

Οσο οι τρέχουσες συνθήκες διαιωνίζονται, όσο το τοπίο δεν ξεκαθαρίζεται από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, όσο δεν τίθενται αποφασιστικά οι «κόκκινες γραμμές», οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα συνεχίζουν να αμφισβητούν τα πάντα και να στοιχηματίζουν σε χρεοκοπία ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ακόμα και στη διάλυσή της. Το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας των 110 δισ. ευρώ, η δημιουργία συνολικού ευρωπαϊκού πακέτου στήριξης 750 δισ. ευρώ μετά τους φόβους μετάδοσης του ελληνικού προβλήματος στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, η αγορά κρατικών ομολόγων μέσω της δευτερογενούς αγοράς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η αποδοχή τους ως ενέχυρων για χρηματοδότηση των εμπορικών τραπεζών, ανεξαρτήτως του βαθμού αξιολόγησής τους από τους ιδιωτικούς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, είναι σημαντικά βήματα προς την ορθή κατεύθυνση. Δεν είναι όμως αρκετά. Απαιτείται η ενσωμάτωσή τους σε ένα αυστηρώς καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο, που θα προβλέπει τελικά τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Κυρίως όμως απαιτείται ένα νέο πλαίσιο αρχών οικονομικής πολιτικής που θα αντανακλά τις νέες συνθήκες και θα θέτει χωρίς περιστροφές τις «κόκκινες γραμμές», απαραίτητες για την επιβίωση της Ευρωζώνης όπως είναι σήμερα. Αν όλοι οι στρατοί βαδίζουν εναντίον του φρουρίου του ευρώ, όπως πολύ εύγλωττα το έθεσε πρόσφατα ο Tomasso Padoa-Schioppa, τότε το φρούριο πρέπει να οργανώσει τις άμυνές του!

Η συζήτηση και οι προτάσεις περί ελεγχόμενης χρεοκοπίας ορισμένων κρατών-μελών και παροδικής εξόδου τους από την Ευρωζώνη είναι ατυχείς. Η έξοδός τους από την Ευρωζώνη και η υποτίμηση του νομίσματός τους θα συμβάλει στην άμεση χρεοκοπία του τραπεζικού τους συστήματος και του δημόσιου τομέα, δεδομένου ότι οι υψηλές δανειακές υποχρεώσεις τους, που είναι σε ευρώ, θα αυξηθούν κατά το ποσό της (όποιας) υποτίμησης. Οι προτάσεις αυτές είναι ατυχείς, μονομερείς και τοξικές, διότι αγνοούν τις δομικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί λόγω της εισαγωγής του ευρώ στα χρηματοπιστωτικά συστήματα των χωρών-μελών και στις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Αν έχουν κατατεθεί μόνο και και μόνο για λόγους που έχουν να κάνουν με την επικείμενη διαπραγμάτευση, προκαλούν ζημιά διότι ήδη τιμολογούνται αναλόγως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Εάν είναι πραγματικές και αποβλέπουν στην τιμωρία των «αμαρτωλών», είναι απαράδεκτα σκληρές. Η Ιστορία διδάσκει ότι τέτοιες λύσεις έχουν ολέθρια αποτελέσματα. Ευτυχώς, η Συνθήκη δεν μπορεί να υποχρεώσει κανένα κράτος-μέλος να φύγει από την Ευρωζώνη. Επομένως, η συζήτηση αυτή προκαλεί μόνο ζημιά, δεν προσπορίζει οφέλη.

Η απόλυτη «κόκκινη γραμμή» πρέπει να είναι η διατήρηση της Ευρωζώνης όπως είναι σήμερα, δηλαδή χωρίς διαφορετικές ταχύτητες, διαφορετικά ευρώ κ. λπ. Η βιωσιμότητά της εξασφαλίζεται:

Πρώτον, από την αυστηρή τήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων λελογισμένων ποινών σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Το Σύμφωνο πρέπει να γίνει πιο αυστηρό ως προς την εφαρμογή του, συγχρόνως όμως και πιο ευέλικτο. Προς την κατεύθυνση της ευελιξίας προτείνω ένα τροποποιημένο «χρυσό κανόνα», που υπαγορεύει ότι, μεσοπρόθεσμα, ο τακτικός προϋπολογισμός πρέπει να αφήνει ένα πλεόνασμα όχι μικρότερο του 30% του καθαρού ελλείμματος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Οσον αφορά στους λοιπούς τομείς της γενικής κυβέρνησης, θα πρέπει να διέπονται από διεθνή λογιστικά πρότυπα και να απαγορεύεται με νόμο η ελλειμματική διαχείριση. Οι κανόνες αυτοί είναι σκόπιμο να καταστούν συνταγματικοί, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, με μακρά παράδοση δημοσιονομικής ανευθυνότητας.

Δεύτερον, από τη μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού πακέτου στήριξης των 750 δισ. ευρώ σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, στα πρότυπα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που θα έχει σκοπό την παροχή ρευστότητας σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όπως οι σημερινές. Το Ταμείο θα παρέχει δάνεια, δεν θα κάνει δωρεές. Οι πιστώτριες χώρες θα εισπράττουν επιτόκιο υψηλότερο από αυτό με το οποίο δανείζονται, θα ωφελούνται, δηλαδή, από τον μηχανισμό αυτό. Οι χώρες που λαμβάνουν δάνεια θα ακολουθούν αυστηρά προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και εφαρμογής διαρθρωτικών τομών με σκοπό να ενισχύσουν τους δυνητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς τους, εξασφαλίζοντας έτσι συνθήκες αποπληρωμής των χρεών τους.

Τρίτον, από την υποχρέωση των κρατών-μελών να λαμβάνουν μέτρα όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους ξεπερνάει ένα όριο. Προτείνω 4% του ΑΕΠ, θετικό ή αρνητικό. Δηλαδή, εάν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ, η Γερμανία θα πρέπει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική ή, σε περίπτωση που αυτό δεν αντιστρατεύεται στόχους χρηματοοικονομικής ευστάθειας, να χαλαρώσει τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού της συστήματος. Αντιστοίχως, αν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας τείνει να ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ, η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει ακόμα πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική ή/και να αυστηροποιήσει ακόμη περισσότερο τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού της συστήματος.

Τέταρτον, από την εφαρμογή ενός πιο περιοριστικού εποπτικού συστήματος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η γερμανική κυβέρνηση για τον περιορισμό επιθετικών συναλλακτικών πρακτικών στην αγορά παραγώγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Απαιτείται όμως διεθνής συντονισμός. Σήμερα οι συνθήκες ευνοούν τον διεθνή συντονισμό στον τομέα αυτό. Ενδεχομένως η Σύνοδος των 20 (G20) είναι, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, το πλέον κατάλληλο όργανο διεθνούς συντονισμού.

Εάν συμφωνηθεί ένα παρόμοιο πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης, η (τοξική) συζήτηση που διεξάγεται σήμερα διεθνώς περί αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας και ενδεχομένως και άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης θα αρχίσει να τερματίζεται. Σ’ αυτό θα βοηθήσει καταλυτικά η πρόοδος που θα σημειώνεται στην Ελλάδα όσον αφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις και την εφαρμογή των διαρθρωτικών τομών. Η μετατροπή των πρωτογενών ελλειμμάτων της γενικής κυβέρνησης σε πλεονάσματα της τάξης του 4% - 5% του ΑΕΠ, που ούτως ή άλλως υπήρχαν την εποχή που η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωζώνη, θα επιτρέψει είτε την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές (που είναι και το πιθανότερο ενδεχόμενο) είτε την ανανέωση μέρους του πακέτου διάσωσης, στο πλαίσιο πλέον του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου.

Σύμφωνα με εκτεταμένες έρευνες του ΙΟΒΕ και άλλων ερευνητικών οργανισμών, οι δυνατότητες της Ελλάδας αφ’ ενός να σημειώσει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών και αφ’ ετέρου να βελτιώσει τα δημοσιονομικά της αποτελέσματα μέσω της αύξησης των εσόδων, της μείωσης των πρωτογενών δαπανών και εκτεταμένων αποκρατικοποιήσεων και εκμετάλλευσης της περιουσίας του Δημοσίου είναι μεγάλες.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αποτύχει, αλλά και οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρωζώνης πρέπει να αντιληφθούν ότι η ανάγκη οχύρωσης της Ευρωζώνης θα προέκυπτε αργά ή γρήγορα, με ή χωρίς την Ελλάδα. Η αδράνεια δεν δικαιολογείται, εκτός κι αν η Ευρωζώνη όπως είναι σήμερα δεν αποτελεί πλέον κόκκινη γραμμή. Εχει μήπως ληφθεί παρόμοια απόφαση και το αγνοούμε;

Αμφιβάλλω!

* Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 06/06/2010)