Μπορεί η άσφαλτος να είναι το πιο διαδεδομένο υλικό για τη δημιουργία δρόμων, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει μειονεκτήματα. Με πρώτο και καλύτερο το ότι το κόστος της εξαρτάται άμεσα από αυτό του πετρελαίου και επομένως αυξάνεται όταν η τιμή του «μαύρου χρυσού» εκτινάσσεται στις διεθνείς αγορές. Αλλά και το γεγονός ότι, μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, ένας δρόμος από άσφαλτο εμφανίζει ήδη φθορές, με συνέπεια να χρειάζεται επιδιόρθωση
Μπορεί η άσφαλτος να είναι το πιο διαδεδομένο υλικό για τη δημιουργία δρόμων, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει μειονεκτήματα. Με πρώτο και καλύτερο το ότι το κόστος της εξαρτάται άμεσα από αυτό του πετρελαίου και επομένως αυξάνεται όταν η τιμή του «μαύρου χρυσού» εκτινάσσεται στις διεθνείς αγορές. Αλλά και το γεγονός ότι, μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, ένας δρόμος από άσφαλτο εμφανίζει ήδη φθορές, με συνέπεια να χρειάζεται επιδιόρθωση. Ετσι, θα πρέπει να τεθεί εκτός κυκλοφορίας, προκαλώντας αύξηση της κυκλοφορίας στην περιοχή και πρόσθετη περιβαλλοντική επιβάρυνση, αν υπολογίσει κανείς την ενέργεια και τα υλικά που θα καταναλωθούν για τη συντήρησή του.

Ωστόσο, με συντονιστή τον καθηγητή του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου του Sheffield κ. Κύπρο Πηλακούτα, μία ομάδα επιστημόνων από το τμήμα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούμενη κυρίως από Ελληνες και Κύπριους ερευνητές, ανέπτυξε ένα πρωτοποριακό υλικό οδοποιίας. Η έρευνα έγινε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος EcoLanes και το υλικό αυτό είναι ένας νέος τύπος σκυροδέματος για οδοστρώματα, το οποίο επιλύει τα παραπάνω προβλήματα.

«Το βασικό πλεονέκτημα που έχει έναντι της ασφάλτου είναι η αντοχή του, αφού για 30-40 χρόνια παρουσιάζει ελάχιστες φθορές», εξηγεί στην «Κ» ο Κυριάκος Νεοκλέους, ερευνητής στο Sheffield και μέλος της ομάδας. «Κάτι που σημαίνει ότι έχει μικρότερα έξοδα συντήρησης και είναι πιο φιλικό προς το περιβάλλον, αφού δεν χρειάζεται συχνά επιδιορθώσεις».

Παρόλο που ακόμη και σήμερα δημιουργούνται δρόμοι από σκυρόδεμα, η πρακτική αυτή είναι ακριβή - κυρίως λόγω του υψηλού εργατικού κόστους και επειδή όλες οι πρώτες ύλες του συμβατικού τσιμέντου εξορύσσονται, υφίστανται κατεργασία (και επομένως αγοράζονται) ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Γι’ αυτό και η μεγάλη καινοτομία που φέρνει το καινούργιο υλικό είναι ότι ένα από τα βασικά του συστατικά προέρχεται από ανακύκλωση, αφού οι ίνες χάλυβα που αυξάνουν τη συνοχή του προέρχονται από παλιά λάστιχα αυτοκινήτων και φορτηγών. Ετσι, το νέο σκυρόδεμα είναι κατά 12% φθηνότερο, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη όλο τον κύκλο ζωής του, περιορίζει την κατανάλωση ενέργειας κατά 40%.

Η χρήση του χάλυβα από τα παλιά λάστιχα έχει διπλή οικολογική ωφέλεια, καθώς βοηθά επίσης στην επαναχρησιμοποίηση ενός προϊόντος από τα εργοστάσια ανακύκλωσης ελαστικών, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις καταλήγει στις χωματερές. «Παρόλο που ο χάλυβας αντιστοιχεί περίπου στο 15% του βάρους ενός λάστιχου, ακόμη και μετά τον διαχωρισμό συχνά περιέχει τόσο μεγάλη ποσότητα καουτσούκ, που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τη χαλυβουργία», τονίζει ο κ. Νεοκλέους. Αλλωστε, οι ποσότητες που μένουν αναξιοποίητες γι’ αυτό τον λόγο μόνο αμελητέες δεν είναι, αν λάβει κανείς υπόψη του πως μόνο στην Ευρώπη ανακυκλώνονται ετησίως 2,3 εκατ. τόνοι ελαστικών.

«Με πολύ μικρές και οικονομικές παρεμβάσεις, όμως, οι ήδη υπάρχουσες μονάδες ανακύκλωσης μπορούν να παράγουν ίνες με τις προδιαγραφές που απαιτούνται για το σκυρόδεμά μας, αποκτώντας έτσι μία σημαντική πηγή εσόδων», προσθέτει ο επιστήμονας. Και, εκτός από το ότι ο χάλυβάς του προέρχεται από ανακύκλωση, το νέο υλικό είναι και πλήρως ανακυκλώσιμο μετά το τέλος ζωής του, αφού σε αντίθεση με την άσφαλτο, με κατάλληλη κατεργασία μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί για νέο οδόστρωμα. Τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν εξάλλου τόσο στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ όσο και στα υπόλοιπα επιστημονικά ιδρύματα που συμμετείχαν στο Ecolanes, έδειξαν πως το υλικό μπορεί να αντεπεξέλθει σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες -π.χ. σε αρκετά ακραίες θερμοκρασίες ή σε υψηλή υγρασία- χωρίς να υποστεί φθορές. «Το ίδιο συνέβη και όταν, σε δεύτερη φάση, πραγματοποιήσαμε δοκιμές σε πραγματικές συνθήκες», προσθέτει ο ερευνητής. Πιο συγκεκριμένα, το σκυρόδεμα χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία στις εισόδους ενός εμπορευματικού κέντρου στο Λονδίνο, σε δύο πολυσύχναστες οδούς στη Ρουμανία και την τουρκική πόλη της Αττάλειας, και σε έναν επαρχιακό δρόμο στην Πάφο όπου μάλιστα το έδαφος είναι σαθρό.

«Αυτό που επιβεβαιώσαμε επίσης είναι ότι προσθέτοντας μία πολύ λεπτή επίστρωση από άσφαλτο πάνω στον δρόμο, επιλύονταν τα όποια μικροπροβλήματα παρουσίαζαν μέχρι σήμερα τα οδοστρώματα σκυροδέματος, όπως ο αυξημένος θόρυβος ή οι κραδασμοί». Ετσι, οι διαφορές στη συμπεριφορά του υλικού είναι μόνο θετικές, αφού συν τοις άλλοις επιφέρει μείωση της κατανάλωσης καυσίμου από τα διερχόμενα οχήματα σε ποσοστό που μπορεί να φτάσει και το 10%.

Πώς εκμεταλλεύεται εμπορικά την ιδέα το Πανεπιστήμιο Sheffield

Η δοκιμή του υλικού στην Αττάλεια κρίθηκε τόσο επιτυχημένη που οι δημοτικές αρχές της τουρκικής πόλης έχουν ήδη χρησιμοποιήσει το σκυρόδεμα και σε έναν ακόμη κεντρικό δρόμο, ενώ θα το αξιοποιήσουν σύντομα σε μία περιφερειακή οδική αρτηρία, μήκους επτά χιλιομέτρων. «Το Πανεπιστήμιο του Sheffield ίδρυσε μία εταιρεία τεχνοβλαστό για την εμπορική εκμετάλλευση της ιδέας, καθώς μας έχουν προσεγγίσει αρκετά εργοστάσια ανακύκλωσης ελαστικών, ζητώντας πληροφορίες για το πώς θα μπορούσαν να διαχωρίζουν τις ίνες χάλυβα με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμοποιούνται στο σκυρόδεμα», λέει ο κ. Νεοκλέους. Αν και, όπως παραδέχεται, αρχικά η οικονομική κρίση έκανε πολλές επιχειρήσεις διστακτικές στο να επενδύσουν στο νέο υλικό και να πάρουν το οικονομικό ρίσκο.

Η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει πάντως τον τελευταίο καιρό, αφού ολοένα περισσότερα εργοστάσια ανακύκλωσης και εταιρείες οδοποιίας συνειδητοποιούν τα οικονομικά και πρακτικά οφέλη που προσφέρει το νέο υλικό. «Ετσι κι αλλιώς, δεν περιμένουμε πως η λύση του νέου σκυροδέματος θα διαδοθεί από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ότι σε πρώτη φάση θα ξεκινήσει να χρησιμοποιείται σε οδοστρώματα που έτσι κι αλλιώς θα κατασκευάζονταν από συμβατικό τσιμέντο - σε οδοστρώματα δηλαδή από τα οποία διέρχονται φορτηγά ή άλλα οχήματα μεγάλου βάρους και, γι’ αυτό τον λόγο, θα πρέπει να είναι αρκετά ανθεκτικά». Επομένως, οι πρώτες εφαρμογές αναμένεται να αφορούν κυρίως χώρους στάθμευσης οχημάτων δημόσιας χρήσης, λιμενικές εγκαταστάσεις ή τους βοηθητικούς διαδρόμους στα αεροδρόμια.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/1/2/2010)