Των Αndrew Βalls & Friederike Τiesenhausen Cave
Οι υψηλές τιμές που επικρατούν την τελευταία πενταετία στις αγορές πετρελαίου υπονομεύουν το ρυθμό της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης και προκαλούν πληθωριστικές πιέσεις και δημοσιονομικά προβλήματα στις χώρες - εισαγωγείς πετρελαίου, σύμφωνα με έκθεση την οποία δημοσιοποίησε, χθες, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ). Η έκθεση ακολούθησε τις προειδοποιήσεις τις οποίες έχουν διατυπώσει σημαίνοντες πολιτικοί από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, σχετικά με τον αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να προκαλέσουν οι υψηλές ενεργειακές τιμές για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας. Ορισμένα μέλη του ΟΠΕΚ ευνοούν την αύξηση της ζώνης διακύμανσης των τιμών από το επίπεδο των 22 - 28 δολαρίων ανά βαρέλι που είναι σήμερα, αν και η Σαουδική Αραβία, το ισχυρότερο κράτος - μέλος του καρτέλ, έχει ανακοινώσει πως παραμένει προσηλωμένη στην παρούσα τιμολογιακή ζώνη. Οι τιμές για το πετρέλαιο τύπου Βrent της Βόρειας Θάλασσας αυξήθηκαν πάνω από τα 30 δολάρια ανά βαρέλι από τις αρχές του 2004 -αντανακλώντας εν μέρει, την αύξηση της ζήτησης από την Κίνα. Το δε Μάρτιο, οι τιμές πώλησης του αργού πετρελαίου είχαν διαμορφωθεί σε επίπεδα κατά 10 δολάρια ακριβότερα από ό,τι το 2001. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας τόνισε: «Οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές συνεισφέρουν στη διατήρηση της υψηλής ανεργίας και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε πολλές χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ και άλλες χώρες - εισαγωγείς πετρελαίου». Πρόσθεσε ακόμη ότι οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές έχουν επιδεινώσει την οικονομική ύφεση που ξεκίνησε το 2000 - 2001 και προειδοποίησε ότι τα χειρότερα πλήγματα από τη διατήρηση ακριβών ενεργειακών τιμών τα δέχονται οι αναπτυσσόμενες χώρες. Οι χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ εισήγαγαν περισσότερο από το ήμισυ των πετρελαϊκών αναγκών τους το 2003, καταβάλλοντας κόστος το οποίο υπερέβη τα 260 δισ. δολάρια, ποσό τα οποίο ήταν κατά 20% υψηλότερο από εκείνο το οποίο δαπανήθηκε το έτος 2001. Μια ανάλυση την οποία εκπόνησαν η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας με τη συνεργασία του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, αφήνει να εννοηθεί πως η διατήρηση υψηλών πετρελαϊκών τιμών, μεταξύ των 25 και των 35 δολαρίων ανά βαρέλι, θα απομυζήσει ποσοστό ισοδύναμο προς το 0,4% του ΑΕΠ των χωρών - μελών του ΟΟΣΑ. Αποκάλυψε δε ακόμη πως μια αύξηση 10 δολαρίων ανά βαρέλι στις πετρελαϊκές τιμές, θα αφαιρούσε μέσο ποσοστό της τάξης του 0,5% από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Τα μέλη της ευρωζώνης συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ που υπόκεινται στα βαρύτερα πλήγματα, καθώς εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις εισαγωγές πετρελαίου, ενώ οι ΗΠΑ πλήττονται λιγότερο, χάρη στην αυξημένη εγχώρια παραγωγή ενέργειας. Εν τω μεταξύ, οι καλπάζουσες τιμές πώλησης του αργού πετρελαίου, οι οποίες, την περασμένη εβδομάδα, προσέγγισαν επίπεδα τα οποία είχαν να καταγραφούν από την εποχή του πρώτου πολέμου στον Περσικό, το 1991, απέφεραν στις κορυφαίες πετρελαϊκές εταιρείες του πλανήτη τεράστια αποθέματα μετρητών. Όμως, οι υψηλές τιμές του «μαύρου χρυσού» είχαν ακόμη μια μεγάλη ευεργετική συνέπεια, όπως θα φανεί παρακάτω. Οι αγορές του Λονδίνου καταγράφουν περισσότερες από μια δωδεκάδα μικρότερες πετρελαϊκές εταιρείες οι οποίες εξαρτούν τη μελλοντική επιβίωσή τους αποκλειστικά από την ευόδωση των ερευνητικών προσπαθειών τους. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η αξία των μετοχών τους αυξήθηκε ραγδαία, καθώς οι επενδυτές μετατόπισαν το ενδιαφέρον τους από τις μεγάλες επιχειρήσεις του τομέα, όπως η ΒΡ και η Shell, προς αυτές τις μικρότερες εταιρείες του κλάδου. Έτσι τώρα, συνολικά, οι εταιρείες του πετρελαϊκού τομέα, απεξαρτημένες από τα χρέη τους και γεμάτες αυτοπεποίθηση και εύρωστες, αυτό που ενδιαφέρονται να μάθουν είναι το εάν και κατά πόσο η τιμή του μαύρου χρυσού έχει αγγίξει το ζενίθ στη διάρκεια αυτού του κύκλου -αν και αρκετοί εκτιμούν ότι δεν υφίσταται πλέον τέτοιος κύκλος. (Από τους Financial Times)