Την
πεποίθηση του ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να βρεθούν ενεργά πετρελαϊκά
συστήματα στην Ελλάδα εξέφρασε ο Δρ Κων. Νικολάου, γεωλόγος
πετρελαίων-ενεργειακός οικονομολόγος και μέλος του ΙΕΝΕ.
Μιλώντας
χθες το απόγευμα στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΙΕΝΕ, για τις έρευνες
υδρογονανθράκων και τις προοπτικές παραγωγής στην Ελλάδα, ο κ. Νικολάου
αποκάλυψε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 11 ενεργά πετρελαϊκά συστήματα σε όλη την
Ελλάδα, από τα οποία θα μπορούσαν να ξεκινήσουν άμεσα έρευνες οι ενδιαφερόμενες
ξένες εταιρίες. Ειδικότερα, έκανε αναφορά στη θαλάσσια περιοχή της Κέρκυρας,
στα δυτικά της Λευκάδας, την Πρέβεζα, τη θαλάσσια περιοχή του Μεσσηνιακού
Κόλπου, της Ζακύνθου και του Κατάκωλου, τις περιοχές της Νότιας Κρήτης, όπου
ήδη έχουν εντοπισθεί περί τα 2,5 τρισ. κ.μ. φυσικού αερίου από την Αίγυπτο, στα
δυτικά της Κρήτης, στην επέκταση της Ιόνιας λεκάνης, όπου υπάρχουν ενδείξεις
για κοιτάσματα τα οποία αφορούν σε πολύ μεγάλους παίκτες, όπως είπε, αν και η
έρευνα τους συνιστά ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, κατά τον ίδιο. Επίσης, στη
λεκάνη του Πρίνου, έκτασης 450
km2, υπάρχουν ενδείξεις για
ένα δεύτερο και μεγαλύτερο Πρίνο. Εκτός από τις περιοχές αυτές ο κ. Νικολάου
εξέφρασε την άποψη ότι οι έρευνες που έγιναν από γειτονικές χώρες, ήτοι, την
Ιταλία, την Αλβανία και την Τουρκία, έχουν δώσει ενθαρρυντικά αποτελέσματα,
κάτι το οποίο επιτρέπει την εικασία ότι στις γειτνιάζουσες περιοχές με την
Ελλάδα ενδεχομένως, να υπάρχουν ανάλογα κοιτάσματα. Για παράδειγμα, αναφέρθηκε
στο κοίτασμα Ακουίλα, στην Αδριατική, το κοίτασμα Μαρίτσα, της Αλβανίας, το
οποίο κατ εκτίμηση μπορεί να δώσει συνολικά 5 δισ. βαρέλια, στην Ανατολική
Θράκη, όπου η Τουρκία έχει εντοπίσει 15 κοιτάσματα φυσικού αερίου και μεταξύ
Χίου και Μυτιλήνης, όπου «ακουμπά» το κοίτασμα της Τουρκίας Κανταρλί Μπέι, η
λεκάνη του οποίου ανοίγει στο Αιγαίο.
Ωστόσο,
όπως υπογράμμισε ο κ. Νικολάου, οι προοπτικές εκμετάλλευσης αυτών των
κοιτασμάτων εναπόκειται στην πολιτική βούληση της κυβέρνησης.
Την
πρόθεση της κυβέρνησης για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας
υπογράμμισε ο υφυπουργός ΠΕΚΑ Γ, Μανιάτης, στο χαιρετισμό που έστειλε στην
εκδήλωση. Ο κ. Μανιάτης χαρακτήρισε «προτεραιότητα πρώτης γραμμής» την
ανάπτυξη, τη διασφάλιση ενεργειακών πόρων και επάρκειας, καθώς και την
προσέλκυση επενδύσεων. Διαβεβαίωσε, επίσης, ότι με τα στοιχεία που έχει στη
διάθεση της η κυβέρνηση, υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές ενδιαφέροντος «και
εκεί μπορούμε να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας». Ο κ. Μανιάτης ανέφερε ακόμη
ότι μετά από μία 15ετία αδράνειας δρομολογείται επιτέλους η δημιουργία ενός
εθνικού φορέα έρευνας και αξιολόγησης υδρογονανθράκων, ενώ η δημόσια
διαβούλευση για το σχετικό νομοσχέδιο έχει ολοκληρωθεί στα τέλη Ιανουαρίου.
«Απαίτηση
των καιρών και απαίτηση της κοινωνίας», κατέληξε ο υφυπουργός, «είναι να μην
αφήσουμε καμία ευκαιρία να πάει χαμένη. Γι αυτό χαράζουμε μια ξεκάθαρη πολιτική
για την αξιοποίηση του εθνικού μας πλούτου, προς όφελος της εθνικής οικονομίας,
πάντα με σεβασμό προς το περιβάλλον».
Την
εκτίμηση ότι οι έρευνες για υδρογονάνθρακες, που έρχονται επιτακτικά πλέον στο
προσκήνιο, η πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απελευθέρωση των αγορών
ηλεκτρισμού και αερίου σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και οι νέες προτεινόμενες
επενδύσεις σε αγωγούς και υπόγειες αποθήκες, θα είναι στο προσκήνιο στη
δεκαετία που διανύουμε, διατύπωσε ο πρόεδρος του ΙΕΝΕ Δρ Γιάννης Δεσύπρης. Στο
χαιρετισμό που απέστειλε, καθώς λόγοι ανωτέρας βίας δεν του επέτρεψαν να
παραστεί στη χθεσινή εκδήλωση, εξέφρασε την άποψη ότι όλα τα προηγούμενα θα
θέσουν το ενεργειακό διοικητικό σύστημα της χώρας σε μεγάλη πίεση, διότι δεν
εμφανίζεται έτοιμο γι αυτό. Για τον κ. Δεσύπρη, τόσο το ΥΠΕΚΑ, όσο και ο νέος
φορέας έρευνας υδρογονανθράκων, θα χρειασθούν συστηματική και επαγγελματική
βοήθεια εξειδικευμένων στελεχών, γιατί υπάρχει η ανάγκη αντιμετώπισης θεμάτων
τριών επιπέδων. Διεθνούς Δικαίου, καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και επίσημης
διπλωματίας, οργανωτικά ζητήματα του νέου φορέα και θέματα επιχειρηματικής
φύσης.
Σύμφωνα
με στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Νικολάου, έως σήμερα οι έρευνες στη χώρα μας για
τον εντοπισμό υδρογονανθράκων ήταν αποσπασματικές. Πιο συγκεκριμένα, έως τώρα
έχουν γίνει 175 ερευνητικές γεωτρήσεις, καθώς και σεισμικές έρευνες σε 74.000
χλμ. Από τις έρευνες αυτές, 74 έκανε η ΔΕΠ-ΕΚΥ, ενώ στον Πρίνο έγιναν 25 ερευνητικές
και 54 παραγωγικές γεωτρήσεις. Από τις υπόλοιπες 149 μόνον οι 22 θεωρούνται
αντιπροσωπευτικές γεωτρήσεις, με σημερινά πετρελαιογεωλογικά κριτήρια. Από τις έρευνες αυτές εντοπίσθηκαν, ένα μικρό
κοίτασμα πετρελαίου στη θαλάσσια περιοχή του Κατάκωλου, μικρό κοίτασμα ασφάλτου
στη Ζάκυνθο και μικρό κοίτασμα αερίου στην Επανωμή. Ο κ. Νικολάου τόνισε με
έμφαση ότι κοιτάσματα βρίσκονται μόνον με γεωτρήσεις και υποστήριξε ότι
υπάρχουν διεθνείς εταιρίες έτοιμες να έρθουν και να κάνουν σεισμικές έρευνες. Ο
ίδιος τάχθηκε υπέρ της βελτίωσης του νομικού πλαισίου για την προσέλκυση
επενδύσεων, της ανεξαρτησίας του νέου φορέα, της ανάληψης της βασικής έρευνας
και της φύλαξης των αρχείων από το ΙΓΜΕ και της λειτουργίας Ειδικής Γραμματείας
στο ΥΠΕΚΑ για τη διαδικασία των αναθέσεων.
Από
την πλευρά του ο καθηγητής Γρηγόρης Τσάλτας, ως πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών
και Ευρωπαϊκών Σπουδών και διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Περιβαλλοντικής
Έρευνας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, υποστήριξε ανοικτά ότι δεν χρειάζεται ΑΟΖ για
την κατοχύρωση των ερευνών υδρογονανθράκων. Αρκεί η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, η
οποία ανήκει σε όλα τα κράτη κληρονομικώ δικαίω και θεωρείται στέρεα έννοια
νομικά σε σχέση με την ΑΟΖ. Σε αυτή τη λογική ο κ. Τσάλτας τόνισε ότι το
Καστελόριζο διαθέτει ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, την οποία κανείς δεν μπορεί να
αμφισβητήσει και υπογράμμισε ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ. είναι δικαίωμα
της χώρας, το οποίο δεν πρέπει να απεμποληθεί, με βάση το Διεθνές Δίκαιο της
Θάλασσας.