Ως μη «ειδικός» σε θέματα κλίματος & περιβάλλοντος αλλά έχοντας «εντρυφήσει» για 4 δεκαετίες στις διεθνείς σχέσεις, εστίασα την προσοχή μου στα γενικότερα θέματα που άπτονται της διεθνούς συγκυρίας αλλά και της ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ των χωρών για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων και κινδύνων.
Είναι εμφανές ότι παρά τις επίσημες δεσμεύσεις πολλών χωρών, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να κυριαρχούν στο ενεργειακό μείγμα και τούτο παρά την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τηντελευταία εκτίμηση προόδου του IRENA (Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) η διεθνής κοινότητα έχει αποτύχει στην επίτευξη των δεσμεύσεων που ανέλαβε, κυρίως λόγω της έλλειψης πολιτικής βούλησης και γενναίας οικονομικής υποστήριξης προς την «πράσινη μετάβαση». Η συντριπτική πλειονότητα των επενδύσεων - 84% - σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας του περασμένου έτους πραγματοποιήθηκε στην ΕΕ, στις ΗΠΑ και στην Κίνα, σε αντίθεση με την Αφρική, όπουοι επενδύσεις αυτές μειώθηκαν κατά το ήμισυ μεταξύ των ετών 2022 και 2023. Σύμφωνα πάντα με τον IRENA, οι Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDCs) θα πρέπει να υπερδιπλασιαστούν για την επίτευξη των στόχων που αφορούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι εμφανείς αυτές καθυστερήσεις που παρατηρούνται διεθνώς διαμορφώνουν κλίμα «συγκρατημένης απαισιοδοξίας», επιπλέον και λόγω των μάλλον απογοητευτικών αποτελεσμάτων από τις εργασίες της τελευταίας COP29 στο Αζερμπαϊτζάν.Παρ’ ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν έχουν ακόμη πλήρως εκτιμηθεί από τους ειδικούς, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία όσον αφορά την επίτευξη των στόχων και την ανάληψη σημαντικών οικονομικών δεσμεύσεων εκ μέρους, κυρίως, των χωρών εκείνων από τις οποίες αναμένεται η ουσιώδης οικονομική βοήθεια, ώστε και οι πτωχότερες χώρες να μπορέσουν να υιοθετήσουνκαι να εφαρμόσουν τιςαπαραίτητεςαλλαγές.
Βεβαία, η παγκόσμια συναίνεση στα θέματα της κλιματικής και περιβαλλοντικής κρίσης ήταν πάντα δύσκολο να επιτευχθεί λόγω των ποικίλων εθνικών συμφερόντων και των διαφορετικών πολιτικών δυναμικών. Άλλωστε, μια ματιά στη σημερινή παγκόσμια σκηνή αρκεί: πόλεμοι, συγκρούσεις, κυρώσεις, αβεβαιότητα, έλλειψη ασφάλειας και σταθερότητας διαμορφώνουν το εκρηκτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται οι διεθνείς προσπάθειες εξεύρεσης κάποιου consensus.
Πέρα, όμως, από τις γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των χωρών, σύμφωναμε την πρόσφατη έκθεση της OXFAM («Multilateralism in an Era of Global Oligarchy»), η αδυναμίααποκατάστασης ουσιαστικής διεθνούς συνεργασίας για την, μεταξύ άλλων, αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης οφείλεται κυρίως στην επικρατούσα αβυσσαλέα οικονομική ανισότητα: σήμερα, το 1% των πλουσίων του κόσμου κατέχει περισσότεροπλούτο από το 95% της ανθρωπότητας. Αυτή η υπερβολική συγκέντρωση μέσωνκαι αγαθών έχει επιτρέψει στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες (μεταξύ των οποίων οι πετρελαϊκοί γίγαντες κατέχουν ξεχωριστή θέση) και στους υπερπλούσιους που τις ελέγχουν να διαμορφώνουν τους παγκόσμιους κανόνες προς όφελός τους, πολλές φορές σε βάρος όλων των υπολοίπων.
Την απαισιόδοξη αυτή προβληματική ενισχύουν η πρόσφατη εκλογή του DonaldTrump και οι πρώτες πληροφορίες για την σύνθεση της νέας Administration των ΗΠΑ, οι οποίες ανησυχούν τους θιασώτες μιας πλέον συστηματικής και ολοκληρωμένης «πράσινης μετάβασης». Πολλοί φοβούνται ότι ο νέος Πρόεδρος θα αποσύρει ξανά τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού και ότι οι πολιτικές του θα μεταθέσουν το «βάρος» στην ΕΕ για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό που αναμένεται να προκύψει.Οτιδήποτε, πάντως,και αν κάνει θα έχει σοβαρές συνέπειες για όλους: άλλωστε, οι ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για περισσότερο από το 10% της ρύπανσης που θερμαίνει τον πλανήτη μας.
Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, το βασικό συμπέρασμα της σχετικής συζήτησης:απαιτείται στενότερη και πλέον ουσιαστική περιφερειακή και διεθνής συνεργασία, καθώς οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης και οι περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα δεν «αναγνωρίζουν» ούτε και «σέβονται» τα υφιστάμενα κρατικά σύνορα. Βέβαια, η ύπαρξη αντικρουόμενων απόψεων, ακόμη και μεταξύ των ειδικών επιστημόνων, για την σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής εμποδίζει την αποκατάσταση ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών και διευρύνει το χάσμα μεταξύ εκείνων που λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα και εκείνων των χωρών που δεν μπορούν να το πράξουν, κυρίως για οικονομικούς λόγους.
Για να είμαι ειλικρινής καιυπό το φως των προεκτεθέντων η γενικότερη αίσθηση της «συγκρατημένης απαισιοδοξίας» ίσως να μοιάζει… αρκετά αισιόδοξη,όσον αφορά τη μάχη μας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των περιβαλλοντικών κινδύνων. –
*Λίγα λόγια για τον Πρέσβη ε.τ. Μιχαήλ Β. Χριστίδη
Ο Πρέσβης Μιχαήλ Β. Χριστίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ και Διεθνείς Σχέσεις στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου Χάγης. Εντάχθηκε το 1976 στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις. Διετέλεσε Πρέσβης της Ελλάδας στη Βουλγαρία, Τουρκία και Αργεντινή, ενώ κάλυψε σημαντικές θέσεις στο ΥΠΕΞ.
Συμμετείχε σε διεθνείς συναντήσεις και ασχολήθηκε με θέματα Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ταξιδεύοντας εκτενώς στην περιοχή. Απέκτησε ευρεία γνώση της εκεί πραγματικότητας και αποκατέστησε ευρύ δίκτυο επαφών.
Μετά τη συνταξιοδότησή του εξελέγη το 2015 Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ), με έδρα στην Κωνσταντινούπολη.Εξελέγη για 2η θητεία από Ιούλιο 2018 έως Ιούλιο 2021. Υπό την καθοδήγησή του, ο ΟΣΕΠ εξελίχθηκε σε αξιόπιστο διεθνή συνομιλητή για θέματα περιφερειακής συνεργασίας και διαλόγου.
Από το 2021 είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Thess-INTEC S.A., ως υπεύθυνος των διεθνών σχέσεων.
Από το 2022 είναι συν-πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Balkans & Black Sea Forum. -