Για πρώτη φορά ουσιαστικά μετά τον Οκτώβριο του 2008, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατανάλωσαν περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα τον Μάρτιο, έστω κατά 1% σε ετήσια βάση. Τον ίδιο μηλνα εμφανίζεται σημαντικά αυξημένη η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε μια εξέλιξη που δεν ευνοεί τα οικονομικά μεγέθη της ΔΕΗ. Αντίθετα, στασιμότητα χαρακτήρισε τις ΑΠΕ, με προσθήκη ισχύος μόνο από φωτοβολταϊκούς σταθμούς
Για πρώτη φορά ουσιαστικά μετά τον Οκτώβριο του 2008, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατανάλωσαν περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα τον Μάρτιο, έστω κατά 1% σε ετήσια βάση. Τον ίδιο μηλνα εμφανίζεται σημαντικά αυξημένη η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε μια εξέλιξη που δεν ευνοεί τα οικονομικά μεγέθη της ΔΕΗ. Αντίθετα, στασιμότητα χαρακτήρισε τις ΑΠΕ, με προσθήκη ισχύος μόνο από φωτοβολταϊκούς σταθμούς.

Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ηλεκτροδοτούνται από το δίκτυο διανομής κατανάλωσαν κατά 1% περισσότερο ρεύμα τον Μάρτιο, σε μια εξέλιξη που διακόπτει την πτωτική τάση στη ζήτηση ηλεκτρισμού που καταγράφεται ανελλιπώς από τον Οκτώβριο του 2008 στο διασυνδεδεμένο σύστημα, με εξαίρεση, βεβαίως, την εικονική αύξηση του περασμένου Αυγούστου, η οποία οφειλόταν στο ότι οι ´Ελληνες είχαν, λόγω κρίσης, κάνει λιγότερες διακοπές.

Το δίκτυο διανομής τράβηξε σχεδόν 3,5 εκατ. μεγαβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ συνολικά στο τρίμηνο η ζήτηση από νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένει ακόμη σε αρνητικό πρόσημο-στο -0,74% συγκεκριμένα.

Επιπλέον στην υψηλή τάση (μεγάλες βιομηχανίες), διατηρήθηκε η αυξητική τάση των τελευταίων μηνών με άνοδο κατανάλωσης κατά περισσότερο από 11% (πάνω από 12% στο τρίμηνο), με το γεγονός να αποδίδεται στη σημαντικά ενισχυμένη παραγωγική δραστηριότητα της ΛΑΡΚΟ καθώς και στη λειτουργία δύο νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από ανεξάρτητους παραγωγούς στη Βοιωτία.

Στα χαρακτηριστικά των δεδομένων του ΔΕΣΜΗΕ, το ότι υπερδιπλασιάσθηκε η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο, με το πλέον φιλικό προς το περιβάλλον συμβατικό καύσιμο να συμμετέχει πια με περισσότερο από 31% στο ενεργειακό ισοζύγιο, έναντι 52% του λιγνίτη, ο οποίος διατηρεί την μερίδα του λέοντος.

Αντίθετα, μειώθηκε σχεδόν κατά 70% η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, με τη συγκεκριμένη πηγή να καλύπτει λιγότερο από 7% της ζήτησης, σε μία εξέλιξη αρνητική για τις οικονομικές επιδόσεις της ΔΕΗ. Κάτω από 5% ήταν το Μάρτιο το μερίδιο των εισαγωγών αλλά και των ΑΠΕ.

Οι τελευταίες χαρακτηρίστηκαν από στασιμότητα τον Μάρτιο - αντίθετα με ό,τι είχαμε συνηθίσει τους τελευταίους μήνες - καθώς η μόνη προσθήκη ήρθε από τα φωτοβολταϊκά με καινούργια ισχύ της τάξης των 20 μεγαβάτ.

Συνολικά, τα εν λειτουργία έργα ΑΠΕ φτάνουν τα 1.661 μεγαβάτ σε ισχύ.