Αναδιάρθρωση Χρέους και Αποδιάρθρωση Αξιοπιστίας

Στις 27 Οκτωβρίου 2011, η κυβέρνηση ανακοίνωσε με πρωτοφανή ενθουσιασμό την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Οπως είναι γνωστό, αυτή η απόφαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, και τη μείωση του ονομαστικού χρέους κατά 100 δισ. ευρώ, ώστε η σχέση χρέος / ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 120% μέχρι το 2020. Με τον τρόπο αυτό αναιρέθηκε η προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου, η οποία είχε γίνει και τότε δεκτή με ανάλογο ενθουσιασμό και με την οποία είχε αποφασιστεί η απόλυτα εθελοντική από πλευράς επιλογής και ως εκ τούτου δυνητική απομείωση του ονομαστικού χρέους, μέχρι του ποσού των 27 δισ. ευρώ
energia.gr
Δευ, 12 Δεκεμβρίου 2011 - 09:30

Στις 27 Οκτωβρίου 2011, η κυβέρνηση ανακοίνωσε με πρωτοφανή ενθουσιασμό την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Οπως είναι γνωστό, αυτή η απόφαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, και τη μείωση του ονομαστικού χρέους κατά 100 δισ. ευρώ, ώστε η σχέση χρέος / ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 120% μέχρι το 2020. Με τον τρόπο αυτό αναιρέθηκε η προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου, η οποία είχε γίνει και τότε δεκτή με ανάλογο ενθουσιασμό και με την οποία είχε αποφασιστεί η απόλυτα εθελοντική από πλευράς επιλογής και ως εκ τούτου δυνητική απομείωση του ονομαστικού χρέους, μέχρι του ποσού των 27 δισ. ευρώ.

Από πρώτη ανάγνωση, η πρόσφατη απόφαση είναι προδήλως επωφελής για την Ελληνική Δημοκρατία, αφού αντί για το πολύ 27 δισ., τώρα μας χαρίζουν σίγουρα 100 δισ. Αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία, καθώς επετεύχθη πριν καν τη σύγκληση του Συμβουλίου, αφού το ποσοστό της απομείωσης ήταν ήδη γνωστό από δημόσιες δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων, με τη σιωπηρή αποδοχή της ΕΚΤ.

Τι, άραγε, μεσολάβησε από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου; Τι θετικό κάναμε ως χώρα για τη επίλυση του οικονομικού μας προβλήματος; Ποια θετική επίδοσή της μπόρεσε να επικαλεστεί η κυβέρνησή μας στη σκληρή διαπραγμάτευση που διατείνεται ότι διεξήγαγε με τους εταίρους μας, ώστε να τους πείσει για την αποτελεσματικότητά της και αυτοί ως αντάλλαγμα να αποφασίσουν να μας «χαρίσουν» μέρος από τις οφειλές μας, που προσεγγίζουν το 45% του ΑΕΠ;

Η απάντηση είναι σαφής: Απολύτως τίποτα. Δεν υλοποιήσαμε οποιαδήποτε αναληφθείσα δέσμευση για αποκρατικοποιήσεις. Δεν επιτύχαμε να πείσουμε τους κατόχους ομολόγων, κυρίως των κοντινών λήξεων, μεταξύ των οποίων και πολλούς εγχώριους θεσμικούς, να συμμετάσχουν στην αρχική διαδικασία ανταλλαγής. Αποτύχαμε στην προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης με την τρόικα. Κατέρρευσε παταγωδώς ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, με αποτέλεσμα να αντισταθμιστεί η απώλεια εσόδων και να επιβληθούν νέοι φόροι έκτακτης μορφής, οι οποίοι οδηγούν μαθηματικά στην οικονομική αποσύνθεση. Εντάθηκε η απροθυμία των πολιτών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις προς το κράτος και τέλος, οξύνθηκαν επικίνδυνα τόσο οι διακομματικές όσο και οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, καθιστώντας τη χώρα πολιτικά εντελώς ακυβέρνητη. Με αλλά λόγια, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου, όχι μόνο δεν κάναμε απολύτως τίποτα από αυτά που θα έπρεπε, αλλά, αντιθέτως, κάναμε τα πράγματα πολύ χειρότερα απ’ όσο ήταν.

Πώς, λοιπόν, μας προσφέρθηκε μια τόσο ευεργετική μεταχείριση; Γιατί θριαμβολογούμε; Εντυπωσιάστηκε η Ευρώπη και το ΔΝΤ από τις επιδόσεις μας τόσο πολύ, ώστε να ανταμείβει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών μας; Πώς, μέσα σε τρεις μόνο μήνες καταφέραμε το ακατόρθωτο, δηλαδή να ακυρώσουμε επ’ ωφελεία μας μία Συμφωνία Κορυφής και να την αντικαταστήσουμε με μία άλλη Συμφωνία Κορυφής, χωρίς στο ενδιάμεσο να επιτύχουμε τίποτα απ’ όσα μας είχαν θέσει ως προϋπόθεση;

Υπάρχει μια παροιμία που περιγράφοντας την απλοϊκή θριαμβική προσέγγιση των ανεξήγητα θετικών εξελίξεων, λέει: «Το τυρί το βλέπω, τη φάκα δεν βλέπω». Η αλήθεια είναι ότι η πρόσφατη ανατροπή της απόφασης του περασμένου καλοκαιριού δεν είναι μία επιτυχία της διαπραγματευτικής δεινότητας και των αφοπλιστικών επιχειρημάτων μας, αλλά η τελευταία στάση πριν από τη δραχμοποίηση της ελληνικής οικονομίας. Εξηγούμαι: Υπάρχει, άραγε, κάποιος που να διαθέτει έστω ελάχιστη κατανόηση για έννοιες όπως δημόσιο χρέος και τακτικός εκδότης, αξιόχρεο και δανειοληπτική ικανότητα, τήρηση υπεσχημένων και αποταμιευτική συνείδηση, νομισματική ένωση και αποθεματικό νόμισμα και ο οποίος να πιστεύει ότι αυτά μπορούν να τα μοιράζονται μια χώρα που έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις της κατά το ήμισυ σε όσους ιδιώτες την εμπιστεύθηκαν και μια άλλη χώρα η οποία πληρώνει 2% για να δανειστεί για 10 χρόνια; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η φάκα.

Εδώ και δύο χρόνια, έχουμε κηρύξει πόλεμο κατά των κερδοσκόπων, απειλώντας τους ότι θα έχαναν τα λεφτά τους αν στοιχημάτιζαν εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι απειλές έγιναν τελικά πράξη, αλλά, μέσα στο πλαίσιο της γενικευμένης σύγχυσης, αλλάξαμε γνώμη για το ποιοι είναι οι κερδοσκόποι και τι σημαίνει η φράση «παίρνω θέση εις βάρος της ελληνικής οικονομίας». Οχι, δεν είναι αυτοί που αρχικά νομίζαμε, δηλαδή όσοι στοιχημάτισαν στη χρεοκοπία της χώρας αγοράζοντας CDS, όπως τόσο καιρό με τον πιο επίσημο τρόπο ακουγόταν. Είναι όσοι αγόρασαν ομόλογα δείχνοντας εμπιστοσύνη στη χώρα μας και στις κυβερνήσεις της! Οπως αποδεικνύεται, κερδοσκόποι τελικά μέσα σε μια νύχτα ονομάστηκαν όσοι είχαν στοιχηματίσει υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας, δανείζοντάς την με ένα μέσο επιτόκιο 4,75%, το χαμηλότερο από συστάσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Οσοι χάνουν τα λεφτά τους από εμάς είναι αυτοί που πίστεψαν στην Ελλάδα, όσοι την δάνεισαν. Και αυτοί δεν ήταν λίγοι. Ηταν σε ένα σημαντικό ποσοστό συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια, δηλαδή σχήματα που συναθροίζουν μικροαποταμιεύσεις. Αντί να προβληματιστούμε που κλονίσαμε την εμπιστοσύνη τους, τους αντιμετωπίζουμε σαν κακόφημους κερδοσκόπους και πανηγυρίζουμε για την τιμωρία τους! Αντί να μας απασχολεί το ότι θα είναι αδύνατο να τους αντικαταστήσουμε, έστω στο απώτερο μέλλον, με άλλους εξίσου ευκολόπιστους, θριαμβολογούμε που «τους την φέραμε»!

Δεν φαίνεται να κατανοούμε ότι λόγω της αποδιάρθρωσης της αξιοπιστίας μας, όχι μόνο θα περάσουν πολλά χρόνια για να απαλλαγούμε από το στίγμα της «εθελοντικής» χρεοκοπίας, αλλά και ότι πλέον θα απαιτηθεί πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι φανταζόμαστε για να παραμείνουμε στη Ζώνη του Ευρώ. Σύντομα θα το καταλάβουμε. Οταν η πραγματική οικονομία της χώρας βρεθεί αντιμέτωπη με τη νέα, αμείλικτη πραγματικότητα, όταν θα θέλει να αγοράσει πετρέλαιο από τη Ρωσία, γάλα σε σκόνη από τη Γαλλία ή φακούς επαφής από τη Γερμανία.

(του Ειδικού Συνεργάτη)

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 11/12/2011)