Στη σύναψη ατομικών συμβάσεων για τους πελάτες της υψηλής τάσης, αλλά και της μέσης τάσης, με πολύ μεγάλες καταναλώσεις, που θα λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα καταναλωτικά χαρακτηριστικά κάθε πελάτη, υποχρεώνει τη ΔΕΗ η ΡΑΕ, με την απόφαση της (
εδώ το πλήρες κείμενο) , ύστερα από την καταγγελία της Χαλυβουργίας Ελλάδος κατά της Δημόσιας Επιχείρησης.
Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, δικαιώνει τη Χαλυβουργία και τους ενεργοβόρους πελάτες της ΔΕΗ και συνιστά χρήσιμο «εργαλείο» για τη διαιτησία μεταξύ ΔΕΗ και Αλουμίνιον.
Στην απόφαση, που έδωσε στη δημοσιότητα η ΡΑΕ, τίθεται το πλαίσιο για την κατάρτιση εξατομικευμένων συμβάσεων μεταξύ ΔΕΗ και των καταναλωτών της υψηλής και της μέσης τάσης με μεγάλες καταναλώσεις και συστήνεται στη ΔΕΗ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Χαλυβουργία, ώστε να υπογράψουν νέα σύμβαση εντός 30 ημερών, διαφορετικά θα παρέμβει αυτεπάγγελτα η Ρυθμιστική Αρχή για την επιβολή προσωρινών μέτρων. Το πιο σημαντικό, όμως, θεωρείται η επικριτική στάση της ΡΑΕ απέναντι στη ΔΕΗ, την οποία εγκαλεί όχι μόνον γιατί καθυστέρησε επί τρία χρόνια τη σύναψη συμβάσεων με τους ενεργοβόρους πελάτες της, αλλά και για επιδίωξη βραχυπρόθεσμων κερδών, εις βάρος της μακροχρόνιας απόδοσης εσόδων.
Πιο συγκεκριμένα, η ΡΑΕ επισημαίνει ότι από το καλοκαίρι του 2009 η ΔΕΗ είχε τη δυνατότητα να διαχωρίσει τα τιμολόγια της και να προσφέρει τιμές για το ανταγωνιστικό σκέλος των χρεώσεων, που θα αντανακλούσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πελάτη υψηλής τάσης, ή ομάδας πελατών με κοινά χαρακτηριστικά φορτίου. Δεν το έπραξε όμως. Η Ρυθμιστική Αρχή διαπίστωσε ότι ένα χρόνο μετά η ΔΕΗ δεν είχε προχωρήσει στο διαχωρισμό τιμολογίων και έστειλε σχετική επιστολή στην Επιχείρηση (Αύγουστος 2010) με την οποία την καλούσε να ρυθμίσει την εκκρεμότητα αυτή. Η ΔΕΗ κώφευσε και πάλι, οπότε η ΡΑΕ αναγκάζεται να στείλει και δεύτερη επιστολή τον Οκτώβριο του ιδίου έτους.
Το Μάρτιο του 2011 η Γενική Διεύθυνση Εμπορίας της ΔΕΗ στέλνει επιστολή στη ΡΑΕ με την οποία την πληροφορεί ότι κατατέθηκαν τρία τιμολόγια πελατών υψηλής τάσης. Τα τιμολόγια αυτά, όπως αναφέρει η ΡΑΕ, δεν κοινοποιήθηκαν στους πελάτες της και ως δικαιολογία προς την ΕΒΙΚΕΝ (Μάιος 2011) η ΔΕΗ πρόβαλε την αδυναμία έναρξης διαπραγματεύσεων με τους πελάτες υψηλής τάσης, λόγω της μη ολοκλήρωσης του προληπτικού ελέγχου και της γνωστοποίησης γνώμης από τη Ρυθμιστική Αρχή επί των συγκεκριμένων τιμολογίων.
Ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του 2011, η ΡΑΕ θέτει το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των απελευθερωμένων τιμολογίων, με βάση την απλότητα και διαφάνεια της πληροφόρησης για τις εφαρμοζόμενες χρεώσεις, τη μη διακριτική μεταχείριση πελατών που παρουσιάζουν ανάλογα καταναλωτικά χαρακτηριστικά και την ανάκτηση του πραγματικού κόστους, ώστε να διασφαλιστεί μακροχρόνια η δυνατότητα παροχής των υπηρεσιών αυτών. Συνεπώς, η ΔΕΗ δεν είχε πλέον καμία δικαιολογία για το διαχωρισμό της τιμολόγησης.
Η ΡΑΕ επισημαίνει ότι η ΔΕΗ διαθέτει τη δυνατότητα φθηνού καυσίμου (λιγνίτης και νερά), κάτι το οποίο της δίνει το προβάδισμα της δεσπόζουσας επιχείρησης τόσο στη λιανική, όσο και στη χονδρεμπορική αγορά, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι η Επιχείρηση δεν φαίνεται να ασκεί τη δύναμη της αγοράς που προφανώς κατέχει. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Ρυθμιστής εκτιμά ότι ο ανταγωνισμός συγκεντρώνεται στο άκρο του υψηλότερου κόστους, με βάση τις διεθνείς τιμές καυσίμων και παραδέχεται ότι το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί μακροχρόνια με τη διαφοροποίηση του μίγματος καυσίμων που χρησιμοποιεί κάθε παραγωγός. Στο σημείο αυτό είναι εμφανές ότι ο Ρυθμιστής συντάσσεται με τις απόψεις της Ε.Ε. που επιμένει στην ανάγκη όλοι οι παραγωγοί να έχουν το ίδιο μέσο κόστος.
Η Ρυθμιστική Αρχή δεν διστάζει να υπομνήσει στη ΔΕΗ ότι τη συνέδραμε με τη ρυθμιστική παρέμβαση της για τα τιμολόγια μέσης και χαμηλής τάσης, οπότε ελήφθη υπόψη το μέσο πραγματικό κόστος των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων της και όχι το οριακό κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς, με το σκεπτικό ότι οι δομικές συνθήκες της ενεργειακής αγοράς δεν οδηγούν σε ώριμες συνθήκες ανταγωνιστικής αγοράς. Αυτό, όμως, τονίζει, δεν σημαίνει ότι το περιθώριο εμπορικού κέρδους για τους πελάτες της υψηλής τάσης θα πρέπει να είναι ίδια με αυτά των μικρών πελατών. Το εύλογο επίπεδο της απόδοσης για τους μεγάλους πελάτες θα πρέπει να καθορίζεται, σύμφωνα με το Ρυθμιστή, από την κάθε επιχείρηση κατά περίπτωση και να διαφοροποιείται ανά πελάτη ή κατηγορία πελατών, με βάση τα δεδομένα της αγοράς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η σημερινή δυσμενής οικονομική κατάσταση, η οποία αποκάλυψε τα όρια της ελαστικότητας στην εγχώρια ενεργειακή αγορά.
Με αυτά τα δεδομένα η ΡΑΕ συστήνει τα τιμολόγια για τους ενεργοβόρους πελάτες της ΔΕΗ να λαμβάνουν υπόψη, το κόστος παραγωγής, το κόστος της εμπορίας και της διαχείρισης πελατών, συν ένα εύλογο κέρδος. Να αποφεύγουν τις διακρίσεις μεταξύ καταναλωτών της ιδίας κατηγορίας και ανάλογα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά, καθώς και τις άμεσες και έμμεσες σταυροειδείς επιδοτήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, ενδιαφέρον έχει ένας ενδεικτικός πίνακας που περιλαμβάνει στην απόφαση της η ΡΑΕ, σύμφωνα με τον οποίο, τα έσοδα από χρεώσεις ισχύος για τους πελάτες υψηλής τάσης, αντί των 90 εκατ. ευρώ της πρότασης της ΔΕΗ, ο Ρυθμιστής εκτιμά ότι μπορούν να μειωθούν στα 60 εκατ. ευρώ.
Επίσης, υπενθυμίζει ότι τα τιμολόγια αυτά δεν έχουν κατώτερο ή ανώτερο σημείο αναφοράς. Το πλαφόν του 10% εκτιμά ότι είχε ορισθεί για να προστατεύσει τους πελάτες υψηλής τάσης από τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ, η οποία θα μπορούσε να επιβάλει απότομες αυξήσεις, στην πορεία απελευθέρωσης των τιμολογίων, ενώ τονίζει ότι ο νομοθέτης δεν έκανε καμία αναφορά στο Α150. Στην πράξη έγινε χρήση του τιμολογίου αυτού, λόγω της υφιστάμενης τιμολογιακής εθιμικής πολιτικής μεταξύ ΔΕΗ και πελατών υψηλής τάσης.