Η κοινή διαχείριση του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης αφετηρία για την Οικονομική Διακυβέρνηση - Πολιτική Ενωση ή τερματικός σταθμός της παραπάνω διαδικασίας; Στις γραμμές αυτές θα συνοψιζόταν η σκληρή αντιπαράθεση Παρισιού - Βερολίνου αν βρισκόμασταν δύο χρόνια πριν, όταν η διάσωση της Ελλάδας και η ίδρυση του Προσωρινού Μηχανισμού EFSF προειδοποιούσε τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ ότι, παρά τη λαϊκίστικη εσωτερικής κατανάλωσης ρητορική τους, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ελληνική εξαίρεση αλλά συστημική κρίση

Η κοινή διαχείριση του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης αφετηρία για την Οικονομική Διακυβέρνηση - Πολιτική Ενωση ή τερματικός σταθμός της παραπάνω διαδικασίας; Στις γραμμές αυτές θα συνοψιζόταν η σκληρή αντιπαράθεση Παρισιού - Βερολίνου αν βρισκόμασταν δύο χρόνια πριν, όταν η διάσωση της Ελλάδας και η ίδρυση του Προσωρινού Μηχανισμού EFSF προειδοποιούσε τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ ότι, παρά τη λαϊκίστικη εσωτερικής κατανάλωσης ρητορική τους, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ελληνική εξαίρεση αλλά συστημική κρίση.

Σήμερα, η καγκελάριος Μέρκελ στέλνει συγκεχυμένο μήνυμα στους εταίρους της. Όχι τόσο με την εσωτερικής κατανάλωσης άκαμπτη δήλωση ότι όσο ζει δεν θα υπάρξει ευρω-ομόλογο, αλλά ως προς το κατά πόσον ο ζήλος του Βερολίνου για Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία είναι το αντίτιμο για μια συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης απέναντι στις αγορές ή άλλοθι για την καθυστέρηση αποφάσεων που θα τερματίσουν τη δημοσιονομική και νομισματική γραμμή πλεύσης της Γερμανίας από το 1949 μέχρι και σήμερα.

Η διαμάχη είναι παλιά και χρονολογείται από τις πρώτες διαβουλεύσεις Κολ - Μιτεράν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1991:

Η Γαλλία οραματιζόταν το κοινό νόμισμα ως εξαναγκασμό της Γερμανίας να εγκαταλείψει το συγκριτικό πλεονέκτημα ενός σκληρού και σταθερού νομίσματος, το οποίο πρόβαλε ως εργαλείο για την εγκαθίδρυση ηγεμονίας στη Γηραιά Ηπειρο.

Η Γερμανία έβλεπε στην Πολιτική Ενωση και την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας, το ψαλίδισμα των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Γαλλίας, που με εργαλεία τη Μόνιμη Έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και την Εθνική Πυρηνική Δύναμη διατηρούσε μια γεωπολιτική συνιστώσα της ισχύος της που εξισορροπούσε σε κάποιο βαθμό τη νομισματική-οικονομική υπεροχή της άλλης πλευράς.

Πίσω δηλαδή από τα χαμόγελα και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα για πλαισίωση της Ενιαίας Γερμανίας από την Οικονομική - Νομισματική και Πολιτική Ενοποίηση της Ευρώπης υπήρχε βαθιά δυσπιστία και καχυποψία που οδήγησε στην ημιτελή ΟΝΕ, που όπως απεδείχθη ήταν ανεπαρκής να αντιμετωπίσει τις παρενέργειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το Φθινόπωρο του 2008.

Σήμερα, η διεθνής συγκυρία και κυρίως οι αγορές πιέζουν για τη λήψη εδώ και τώρα επειγόντων μέτρων για τη θωράκιση της Ευρωζώνης, πιέζουν δηλαδή κατά κύριο λόγο -αν όχι αποκλειστικά- τη Μέρκελ να υποχωρήσει.

Το πρόβλημα από πολιτική άποψη μοιάζει δισεπίλυτο, αν όχι άλυτο, για τη γερμανική πλευρά. Στη χώρα κινδυνεύει να κυριαρχήσει μια περιχαράκωση απέναντι σε επίθεση από το εξωτερικό για συνθηκολόγηση, για απεμπόληση ζωτικών εθνικών συμφερόντων.

Η απόλυτη άρνηση της Μέρκελ για το ευρω-ομόλογο παραπέμπει σε μια ανάλογη απορριπτική τοποθέτηση του πρώτου πρωθυπουργού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Σάιντεμαν την Άνοιξη του 1919, όταν ανακοινώθηκαν οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών: «Μακάρι να παραλύσει το χέρι που θα υπογράψει αυτή τη Συνθήκη».

Τότε, το Βερολίνο δεν είχε άλλη επιλογή και ο ίδιος ο Σάιντεμαν υπέγραψε τη Συνθήκη. Σήμερα, πανίσχυρη και όχι ηττημένη όπως ο προκάτοχός της, η Μέρκελ δεν έχει εναλλακτική στρατηγική, δεν έχει σχέδιο Β, ούτε τη Μικρή Ευρωζώνη των πλεονασματικών καθώς το επερχόμενο ντόμινο θα συμπαρασύρει τους πάντες, ούτε την αδιανόητη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι αν όταν η Γερμανία κάνει την αποφασιστική στροφή θα είναι πλέον «πολύ λίγο, πολύ αργά» όπως συνηθίζουν να λένε οι Αγγλοσάξονες.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 28/06/2012)