Οι πρωταγωνιστές κινούνται στην σκηνή, σχεδόν ανεξάρτητα. Ο ένας είναι συνδικαλιστής, υποτίθεται ριζοσπάστης-επαναστάτης και δίνει μάχες με… το Κακό. Ο άλλος καθηγητής, υποτίθεται οικολόγος-εκσυγχρονιστής επιδιώκει την βιωσιμότητα του Οργανισμού. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν το αναπόφευκτο και υψώνουν φωνές διαμαρτυρίας. Μοιάζει με θέατρο του παράλογου; Δεν μοιάζει απλώς, είναι!

Οι πρωταγωνιστές κινούνται στην σκηνή, σχεδόν ανεξάρτητα. Ο ένας είναι συνδικαλιστής, υποτίθεται ριζοσπάστης-επαναστάτης και δίνει μάχες με… το Κακό. Ο άλλος καθηγητής, υποτίθεται οικολόγος-εκσυγχρονιστής επιδιώκει την βιωσιμότητα του Οργανισμού. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν το αναπόφευκτο και υψώνουν φωνές διαμαρτυρίας. Μοιάζει με θέατρο του παράλογου; Δεν μοιάζει απλώς, είναι!

Επιβεβαιώνεται η περιγραφή του Αλμπέρ Καμύ για τη θεατρική αυτή έκφραση. Μια αφήγηση που είναι «εκτός αρμονίας» που δεν εναρμονίζεται με την κρίση, την ορθότητα αλλά αναδεικνύει το άλογο, το παράλογο. Μεταφυσικές αναζητήσεις που καταλήγουν πως η ζωή είναι χωρίς νόημα, περιθωριακοί πρωταγωνιστές με ευαισθησίες, προκαταλήψεις, αισθήματα που οδηγούνται σε αδιέξοδο. Όπως η ιδέα του συνδικαλιστή να καταλάβει όλα τα δημόσια κτίρια για να καταργηθεί του μνημόνιο. Τελικά κατέλαβε λίγες ώρες το μηχανογραφικό, όπου εργάζονται μέλη του δικού του σωματείου. Μια κίνηση που δεν είναι μόνο παράλογη. Δείχνει απόγνωση.

Όπως και οι ανακοινώσεις νέων τιμολογίων. Ο πρόεδρος ανακοινώνει σε Επιτροπή της Βουλής μεγάλες αυξήσεις τιμολογίου, αποκαλύπτοντας ότι είναι υποχρέωση της χώρας που προκύπτει από το Μνημόνιο. Μετά από το θόρυβο που προκάλεσε αναγκάζεται σε στροφή και ανακοινώνει ότι οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν από το υπουργείο και την ρυθμιστική αρχή στην οποία η διοίκηση του οργανισμού υποβάλλει στοιχεία του κόστους! Το στοιχείο της ματαιότητας. Δεν χρειάζονται διοικήσεις σε έναν οργανισμό, όταν τα σημαντικά θέματα αποφασίζονται αλλού. Μετά από κάποια χρόνια «απελευθέρωσης» του τομέα, παραδεχόμαστε ότι τα τιμολόγια είναι αρμοδιότητα του υπουργείου. Δεν είναι όμως το μόνο παράλογο.

Οι λογαριασμοί είναι και αρμοδιότητα των δικαστηρίων που πρέπει να εγκρίνουν αν μπορούν να είναι εισπράκτορες ενός παράλογου φόρου που επιβάλλεται στην επιφάνεια που ηλεκτροδοτείται. Όχι στην αξία της περιουσίας. Κι αυτή όμως η συζήτηση μοιάζει μάταιη. Θα πληρώσουν όσα πρέπει, αρκεί να είναι βέβαιη η είσπραξη.

Το πραγματικό ερώτημα είναι διαφορετικό. Γιατί αυξάνεται ο λογαριασμός του ρεύματος και κυρίως του οικιακού; Τώρα που γκρεμίζονται οι βεβαιότητες πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μιαν ακόμα αλήθεια. Σε όλες τις χώρες η τιμή του βιομηχανικού - επαγγελματικού ρεύματος είναι πολύ χαμηλή ώστε να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα ενώ η τιμή του οικιακού ρεύματος είναι σχετικά υψηλή και υπερκαλύπτει το κόστος. Στη χώρα του παράλογου, πολλά χρόνια ίσχυε το αντίστροφο. Η τιμή του οικιακού ρεύματος ήταν, χαμηλότερη. Οι κυβερνήσεις ανεξάρτητα από ιδεολογική τοποθέτηση αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και την παραγωγή. Προτιμούσαν χαμηλό τιμολόγιο οικιακού ρεύματος, για να έχουν ευχαριστημένους ψηφοφόρους αλλά και επειδή το οικιακό ρεύμα καταγράφεται στον τιμάριθμο. Οι κυβερνήσεις ήθελαν χαμηλότερο πληθωρισμό.

Αυτό που «επιβάλλει το Μνημόνιο» τώρα, είναι να αποκατασταθεί το εύλογο και είναι δυσάρεστο. Το οικιακό ρεύμα θα γίνει ακριβότερο, αλλά η ρεαλιστική αυτή τακτοποίηση γίνεται σε περίοδο κρίσης και ύφεσης, όταν κάθε μήνα πραγματοποιούνται δεκάδες χιλιάδες διακοπές ηλεκτροδότησης σε καταναλωτές που δεν μπορούν να εξοφλήσουν τον λογαριασμό τους. Είναι λογικό; Όχι! Γιαυτό όλοι βολεύονται στο παράλογο.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")