Το αποτέλεσμα των ισραηλινών εκλογών αυτής της εβδομάδας είναι γνωστό εκ των προτέρων: θα νικήσει πάλι η δεξιά· για μια ακόμα φορά, η αριστερά θα βρεθεί στην μειοψηφία. Από το 1977, όταν ανατράπηκε η υπεροχή της αριστεράς, εγκαθιδρύθηκε μια ιδεολογική και αριθμητική ισοδυναμία μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Η συντηρητική δεξιά υποστήριζε με θέρμη το δικαίωμα προσάρτησης των βιβλικών εδαφών που είχε κατακτήσει η χώρα αμυνόμενη και υπερασπιζόμενη την ελευθερία της στον πόλεμο του 1967
Το αποτέλεσμα των ισραηλινών εκλογών αυτής της εβδομάδας είναι γνωστό εκ των προτέρων: θα νικήσει πάλι η δεξιά· για μια ακόμα φορά, η αριστερά θα βρεθεί στην μειοψηφία.

Από το 1977, όταν ανατράπηκε η υπεροχή της αριστεράς, εγκαθιδρύθηκε μια ιδεολογική και αριθμητική ισοδυναμία μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Η συντηρητική δεξιά υποστήριζε με θέρμη το δικαίωμα προσάρτησης των βιβλικών εδαφών που είχε κατακτήσει η χώρα αμυνόμενη και υπερασπιζόμενη την ελευθερία της στον πόλεμο του 1967. Η αριστερά πάντοτε πίστευε στην ανάγκη ενός εδαφικού συμβιβασμού. Το ζήτημα της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους αναδείχθηκε σε κυρίαρχο ζήτημα, που όριζε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο πολιτικές αντιλήψεις.

Αλλά οι εκλογές της 22ας Ιανουαρίου είναι πολύ διαφορετικές από όλες τις προηγούμενες. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η εξασφαλισμένη νίκη της δεξιάς δεν είναι αποτέλεσμα της ικανοποίησης των ψηφοφόρων από το έργο του Μπενιαμίν Νετανιάχου (Binyamin Netanyahu) ως πρωθυπουργού. Προέρχεται από μια εκτίμηση για την θέση του Ισραήλ στην Μέση Ανατολή. Το τελικό αποτέλεσμα των βαθιών αλλαγών στο εθνικό και το περιφερειακό επίπεδο είναι πως οιΙσραηλινοί φαίνονται βαθιά προβληματισμένοι όσον αφορά την δυνατότητα της επίτευξης ειρήνης στην περιοχή.

Η πρώτη σοβαρή κρίση στην ειρηνευτική διαδικασία ήταν το ξέσπασμα της δεύτερης ιντιφάδα, το 2000. Την ίδια στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ (Ehud Barak) διαπραγματευόταν με τον πρόεδρο της «οργάνωσης για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PLO) Γιάσερ Αραφάτ (Yasser Arafat), δολοφονούνταν Ισραηλινοί πολίτες σε ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων. Και φυσικά, πίσω από τους τρομοκράτες βρίσκονταν άνθρωποι του Αραφάτ.

Όσο περισσότερο η ισραηλινή αριστερά αντιδρούσε στις τρομοκρατικές επιθέσεις υιοθετώντας τα συνθήματα της οργάνωσης «ειρήνη τώρα!», τόσο περισσότερο το κοινό την εγκατέλειπε. Το αποτέλεσμα ήταν η επάνοδος της δεξιάς στην εξουσία υπό την ηγεσία του Αριέλ Σαρόν (Ariel Sharon). Επί των ημερών του, η τρομοκρατία πατάχτηκε επιτυχώς από τις ένοπλες δυνάμεις.

Στη συνέχεια συνέβη μια μείζων ανατροπή στην ισραηλινή πολιτική σκηνή: το 2005 ο Σαρόν, ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές και αρχιτέκτονες του εποικισμού των κατεχομένων, συμφώνησε και έφερε εις πέρας την αποχώρηση των Ισραηλινών από την Λωρίδα της Γάζα, υλοποιώντας ένα από τα πιο παλιά όνειρα της αριστεράς.

Η ισραηλινή απεμπλοκή από την Γάζα, που προϋπέθετε την βίαιη έξωση εβραίων από τα σπίτια τους, προκάλεσε εθνικό τραύμα. Μολοταύτα ολοκληρώθηκε πετυχημένα, υλοποιώντας την νόμιμη απόφαση ενός δημοκρατικού κράτους.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών αποδέχτηκε την επιχειρηματολογία του Σαρόν για την απεμπλοκή από την Γάζα. Το κοινό επίσης αποδέχτηκε το επιχείρημά του πως μετά την αποχώρηση θα μπορούσε να διακοπεί κάθε σχέση με την Λωρίδα, πράγμα που θα πρόσφερε στην χώρα τους κάποια ηρεμία. Στους Ισραηλινούς άρεσε η ιδέα πως «αυτοί βρίσκονται εκεί -και εμείς εδώ».

Αλλά η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Η «χαμάς» πήρε την εξουσία και η Γάζα μετατράπηκε σε μια διαρκή τρομοκρατική απειλή. Οι περισσότεροι Ισραηλινοί συμπέραναν πως κάποιο λάθος υπήρχε στον συλλογισμό «εδάφη έναντι ειρήνης».

Παρ' όλα αυτά, οι ισραηλινές εκλογέςπριν τέσσερα χρόνια κατέληξαν σε ισορροπία μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Είναι δε αξιομνημόνευτο πως όταν ο Νετανιάχου κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση και να γίνει πρωθυπουργός, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διαψεύσει την διεθνή εικόνα του ως δεξιού συντηρητικού και -παρά το επεισόδιο της εισβολής στην Γάζα- διατυμπάνιζε την υποστήριξή του προς την «λύση των δύο κρατών». Το όραμα των «δύο κρατών» ήταν ο ιδρυτικός μύθος της ισραηλινής αριστεράς, με την δεξιά να υποστηρίζει πως κάθε μορφής παλαιστινιακό κράτος θα μετατρεπόταν ταχέως σε κράτος-τρομοκράτη.

Έκτοτε οι δύο πλευρές έχουν πραγματοποιήσει πλήθος συναντήσεων, χωρίς αποτέλεσμα. Αν και διεθνώς ασκείται έντονη κριτική στην πολιτική Νετανιάχου, η πλειοψηφία των Ισραηλινών απεδέχθη την παράταση του προβλήματος. Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Μπάρακ και Αραφάτ και την αποτυχία του πρώην πρωθυπουργού Εχούντ Όλμερτ (Ehud Olmert) να πείσει τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς (Mahmoud Abbas) να συνυπογράψει μια ειρηνευτική συμφωνία, αν και είχε κάνει περισσότερες παραχωρήσεις από κάθε άλλον Ισραηλινό πρόεδρο στην ιστορία, εμπεδώθηκε η δυσπιστία του μέσου Ισραηλινού όσον αφορά τις προθέσεις της παλαιστινιακής πλευράς.

Επιπλέον οι Ισραηλινοί ανησυχούν για τα συμπαρομαρτούντα της «αραβικής άνοιξης», την ενίσχυση του ακραίου ισλαμισμού και την διείσδυση Ιρανών στην Λωρίδα της Γάζα.

Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον αναμενόμενο που οι Ισραηλινοί πολίτες στρέφονται δεξιά. Η λύση των δύο κρατών παραμένει το όραμα· η ειρήνη είναι ζητούμενο και για τους Ισραηλινούς. Εντωμεταξύ όμως, η πραγματικότητα αλλιώς επιτάσσει.

(Ο Yoaz Hendel είναι πρόεδρος του «ινστιτούτου σιωνιστικών στρατηγικών» και πρώην διευθυντής επικοινωνίας του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου)


(από The Guardian / www.ppol.gr)