Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου έριξαν το γάντι στην κλιμακούμενη αντιπαράθεση με την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού ενός από τα πλέον κρίσιμα μεγέθη της μακροπρόθεσμης ευρωστίας τους: τα αποθέματά τους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Έκθεση που δημοσιοποιήθηκε χθες και η οποία βασίζεται σε έρευνα που έτυχε της υποστήριξης των περισσοτέρων από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου, επικρίνει τη μέθοδο η οποία εφαρμόζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ προκειμένου να γίνει αξιολόγηση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται απηρχαιωμένη και απαισιόδοξη, επισημαίνεται δε ότι δίνει εσφαλμένες κατευθύνσεις στους επενδυτές επειδή υποβαθμίζει το βαθμό επιτυχίας της πετρελαϊκής βιομηχανίας σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό νέων πηγών ορυκτών καυσίμων. Η εν λόγω έκθεση, που συντάχθηκε με πρωτοβουλία της Cambridge Energy Research Associates (CERA) ζητεί από τη SEC να εκσυγχρονίσει αυτή τη μεθοδολογία έτσι ώστε να υπάρχει ρεαλιστική απεικόνιση των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στη βιομηχανία πετρελαίου αφ' ότου οι σχετικές μέθοδοι άρχισαν να εφαρμόζονται προ 20ετίας. Μεταξύ των αλλαγών που προτείνονται είναι και αυτές που αφορούν στη βελτίωση της τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει στη βιομηχανία να αξιοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του εντοπιζόμενου πετρελαίου και φυσικού αερίου και η διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης, κάτι που σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς ορυκτών καυσίμων βρίσκεται σε χώρες οι οποίες εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες δεν είναι εναρμονισμένες με τους κανόνες της SEC. Αξιωματούχοι της CERA επισημαίνουν ότι η πετρελαϊκή βιομηχανία έχει δώσει τώρα μεγαλύτερη βαρύτητα στην πετρελαιοπαραγωγή που αξιοποιεί κοιτάσματα σε μεγάλο υποθαλάσσιο βάθος, ανά τον κόσμο. Αυτό που τίθεται υπό διακύβευση είναι ο τρόπος με τον οποίο οι εταιρείες πετρελαίου υπολογίζουν την ικανότητά τους, κάθε χρόνο, να εντοπίζουν νέα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου σε βαθμό που τουλάχιστον να τους δίνει τη δυνατότητα αναπλήρωσης των ποσοτήτων που έχουν ήδη αντληθεί. Και ενώ οι επενδυτές παρακολουθούν την πορεία της κερδοφορίας σε τριμηνιαία βάση, για να αξιολογήσουν την επιτυχία μιας ενεργειακής εταιρείας, θεωρούν το βαθμό αναπλήρωσης ως θεμελιώδη δείκτη για τις μελλοντικές προοπτικές της εταιρείας. Τα αποθέματα, δηλαδή, στην ουσία φανερώνουν στους επενδυτές το ύψος των χρηματικών κεφαλαίων που έχει στη διάθεσή της μια ενεργειακή εταιρεία. (Από τη Ναυτεμπορική, 25/2/05)