Η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά αργότερα μέσα στο 2013. Αυτό δήλωσε χθες ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά την τακτική συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας. Λίγο νωρίτερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατήρησε, όπως αναμενόταν, αμετάβλητα τα επιτόκια του ευρώ, κατά την συνεδρίαση στην Φρανκφούρτη.

Η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά αργότερα μέσα στο 2013. Αυτό δήλωσε χθες ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά την τακτική συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας. Λίγο νωρίτερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατήρησε, όπως αναμενόταν, αμετάβλητα τα επιτόκια του ευρώ, κατά την συνεδρίαση στην Φρανκφούρτη.

Ο Ντράγκι δήλωσε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις στην περιφέρεια θα παραμείνουν συγκρατημένες. Οι δηλώσεις του μεταφράζονται στις αγορές ως ενδείξεις για «στάση αναμονής» της ΕΚΤ για το επόμενο διάστημα, ώστε να αποσαφηνισθούν οι επιδράσεις της πολιτικής παροχής ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Επίσης, αναφέρθηκε στην πρόωρη αποπληρωμή εκ μέρους των τραπεζών των δανείων που έλαβαν στο πλαίσιο των επιχειρήσεων ρευστότητας LTRO της ΕΚΤ, λέγοντας ότι οι τραπεζικές αποπληρωμές δείχνουν την βελτίωση της ψυχολογίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τόνισε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να διασφαλίζει την επαρκή ρευστότητα στην αγορά. Καθώς η κρίση χρεών στην Ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε άλλα ζητήματα που θίγει ο Μ. Ντράγκι και ειδικά στο θέμα της ισοτιμίας του ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι η Γαλλία μέσα στην εβδομάδα ζήτησε να συγκρατηθεί η άνοδος του ευρώ (που ξεπέρασε το 1.36 δολάρια αυτήν την εβδομάδα), ενώ έκανε γνωστό ότι θα θέσει το ζήτημα στο προσεχές Eurogroup, κάτι που δεν φαίνεται να βρίσκει και πολύ σύμφωνη την Γερμανία. Ο Ντράγκι σχολίασε ότι η ΕΚΤ θα περιμένει να δει κατά πόσο η ανατίμηση του ευρώ θα μεταβάλει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό. Σχολίασε ότι η πρόσφατη ισχύς του ευρωπαϊκού νομίσματος στις αγορές συναλλάγματος είναι ένδειξη αναθέρμανσης της εμπιστοσύνης και δήλωσε: «Οπωσδήποτε πρέπει να δούμε κατά πόσον η ανατίμηση, αν διατηρηθεί, θα αλλάξει τις εκτιμήσεις μας για το ρίσκο, όσον αφορά στην σταθερότητα τιμών».