Το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί τις επόμενες δύο δεκαετίες στην ενεργειακή αγορά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης. Η υποκατάσταση των πετρελαιοειδών από εναλλακτικές μορφές ενέργειας αναμένεται, πάντως, να πραγματοποιηθεί με αργούς ρυθμούς, καθώς κύριο εμπόδιο θα είναι οι υψηλές κεφαλαιακές επενδύσεις που απαιτούν. Αυτά είναι τα συμπεράσματα της ειδικής κλαδικής μελέτης του ΙΟΒΕ με τίτλο «Ο Κλάδος της Εμπορίας Πετρελαιοειδών στην Ελλάδα», η οποία παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση στα γραφεία του Ιδρύματος. Σε ό,τι αφορά στις άμεσες προοπτικές του κλάδου πετρελαιοειδών, ώθηση στην εξέλιξη της εγχώριας προσφοράς αναμένεται να δώσει η κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, ο οποίος θα μειώσει αισθητά το κόστος εισαγωγής αργού πετρελαίου, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιρειών. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, μέχρι το 2010 προβλέπεται σημαντική αύξηση ζήτησης της αμόλυβδης βενζίνης, κατά 5,5% ετησίως, μείωση της βενζίνης σούπερ κατά -18,5% το χρόνο ενώ η αύξηση του συνόλου των βενζινών θα διαμορφωθεί για τα επόμενα χρόνια στο 2,5% ετησίως. Για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως (κίνησης και θέρμανσης) προβλέπεται έως και το 2010 μέση ετήσια αύξηση από 2% έως 6%, για το πετρέλαιο κίνησης 0,4% με 2,7% και για το πετρέλαιο θέρμανσης 3% με 5,7%. Το μεγάλο εύρος των προβλέψεων οφείλεται στο ότι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση των προϊόντων αυτών, όπως ο ρυθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου, ο αριθμός των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων που θα κυκλοφορήσουν κ.ά., δεν ήταν εφικτό να εκτιμηθούν. Η ζήτηση των πετρελαίων εξωτερικής καύσεως (μαζούτ) εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία με ετήσιο ρυθμό –5%. Με βάση τα ανωτέρω, η ζήτηση του συνόλου των προϊόντων στην εσωτερική αγορά θα αυξάνει με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 1,9%-4,5%. Αντιθέτως, η ζήτηση του συνόλου των διεθνών πωλήσεων στην Ελλάδα προβλέπεται να παραμείνει στάσιμη στις 5.000 χιλ.ΜΤ το χρόνο. Τα πετρελαιοειδή κατέχουν τη μερίδα του λέοντος μεταξύ του συνόλου των ενεργειακών αγαθών, με ποσοστό που φτάνει περίπου το 70%. Το ποσοστό αυτό ωστόσο εμφανίζει στην περίοδο 1985 – 2000 οριακή, πλην σταθερή, υποχώρηση η οποία αποδίδεται στην βραδεία υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας. Η εξάρτηση των τομέων της οικονομίας από προϊόντα πετρελαίου παρέμεινε σχεδόν σταθερή διαχρονικά ή μειώθηκε οριακά, με τις μεταφορές να κατέχουν κατά μέσο όρο το 57,6% (6,06Mtoe) της συνολικής τελικής ζήτησης στην εξεταζόμενη περίοδο και ακολουθούν η βιομηχανία με 16,7% (1,74Mtoe), τα νοικοκυριά με 16% (1,68Mtoe), ο αγροτικός τομέας με 8,5% (0,86Mtoe) και ο τομέας των υπηρεσιών με 1,5% (0,14Mtoe). Σχετικά με τις εταιρείες διύλισης, η μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής στα περισσότερα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη την περίοδο 1997-2001. Οι πωλήσεις σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο κατά 18,6% προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δις εκ. ευρώ, παρόμοια τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκ. ευρώ. Τα Ελληνικά Πετρέλαια είναι ο κυρίαρχος παίκτης στην αγορά πετρελαίου, με την ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ όμως να επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και να διευρύνει το μερίδιο της στην ελληνική αγορά. Η συγχώνευση της Πετρόλα με τα ΕΛΠΕ (2003), η ανταλλαγή του τομέα των καυσίμων της TEXACO στην Ελλάδα με πρατήρια της SHELL στην Αγγλία (2000) και η συγχώνευση της εταιρείας ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ με την Γ.ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε.Ε. (2000) ήταν οι σημαντικότερες επιχειρηματικές εξελίξεις του κλάδου τα τελευταία χρόνια. Τα Προβλήματα Τα προβλήματα που προέκυψαν στην ελληνική αγορά πετρελαίου σχετίζονται κατά κύριο λόγο με το θεσμικό πλαίσιο που τη διέπει, καθώς οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς που έχουν θεσπιστεί δεν επαρκούν για την ενίσχυση θεμάτων όπως η απελευθέρωση, η ανταγωνιστικότητα και η προστασία του καταναλωτή ως προς τιμή των προϊόντων, την ποιότητα αυτών και την παροχή υπηρεσιών. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού τα κυριότερα προβλήματα της αγοράς είναι τα εξής: -- Τα εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, κυρίως λόγω των κρατικών πολιτικών τόνωσης της εγχώριας παραγωγής προϊόντων διύλισης. -- Η αύξηση από το νέο νόμο των ορίων των ελάχιστων απαιτούμενων αποθηκευτικών χώρων και του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών της αγοράς. -- Η διατήρηση του δικαιώματος του κράτους να μπορεί να επιβάλλει ανώτατο επίπεδο τιμών στα πετρελαιοειδή προϊόντα σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όταν η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. -- Το σημερινό σύστημα φορολόγησης του πετρελαίου θέρμανσης, που διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή του έτους. -- Η νοθεία, η πειρατεία και η λαθρεμπορία των προϊόντων πετρελαίου. -- Το επίπεδο της τεχνολογίας των εγχώριων διυλιστηρίων.