Οι τιμές πετρελαίου, που κινούνται σε επίπεδα - ρεκόρ τις τελευταίες εβδομάδες, πιθανότατα θα συνεχίσουν για ακόμα μία διετία να είναι υψηλές, λόγω της μεγάλης ζήτησης και των περιορισμών στην προσφορά του προϊόντος. Τις εκτιμήσεις αυτές διατύπωσε το Σάββατο ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ροδρίγο Ράτο, από το Νέο Δελχί όπου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη. Ο γενικός διευθυντής του Ταμείου τόνισε, πάντως, ότι οι τιμές πετρελαίου μπορεί να μην παραμείνουν στο πολύ υψηλό επίπεδο των 56 δολαρίων που κινούνται σήμερα. Ο κ. Ράτο προέβη στις δηλώσεις αυτές κατά τη διάρκεια της τριήμερης επίσκεψής του στην Ινδία, όπου είχε επαφές με κορυφαίους Ινδούς αξιωματούχους στο Νέο Δελχί και τη Βομβάη. «Θα πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας ότι ενδέχεται οι τιμές πετρελαίου να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο, αν και όχι στο σημείο που βρίσκονται σήμερα, τα επόμενα δύο χρόνια» τόνισε ο κ. Ράτο, ενώ αναφερόμενος στην οικονομία της Ινδίας τη χαρακτήρισε «ισχυρή» και διατύπωσε την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 7,5-8% στο τρέχον οικονομικό έτος. Παράλληλα, κάλεσε την Ινδία να προχωρήσει στο άνοιγμα της οικονομίας της και συνέστησε στην κυβέρνηση του Νέου Δελχί να προβεί σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στη φορολογική νομοθεσία και να δώσει τη δυνατότητα στον ιδιωτικό τομέα να συμβάλει στην ανάπτυξη της ανεπαρκούς υποδομής της χώρας. Σημειωτέον, ότι μολονότι από τη δεκαετία του 1990 υπάρχει σταδιακή άρση των προστατευτικής φύσεως φραγμών στο εμπόριο, οι εισαγωγικοί δασμοί εξακολουθούν να είναι υψηλοί, σε σχέση με εκείνους που ισχύουν σε άλλες ασιατικές χώρες. Οι αναλυτές της αγοράς πετρελαίου, πάντως, επισημαίνουν ότι μια μόλις ημέρα μετά την απόφαση του ΟΠΕΚ για μικρής κλίμακας αύξηση της παραγωγής, οι τιμές του μαύρου χρυσού ξεπέρασαν τα 57 δολάρια το βαρέλι, την περασμένη εβδομάδα, ενώ ενδεικτική ήταν και η δήλωση του Ιρανού υπουργού Πετρελαίου Μπιγκάν Ζανγκενέχ: «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Η αγορά μάς έχει προκαλέσει σύγχυση». Αυτό που, επίσης, επισημαίνεται από τους κύκλους της αγοράς πετρελαίου είναι ότι κανείς δεν μπορεί, μέχρι στιγμής, -ούτε ο ΟΠΕΚ, ούτε το ΝΥΜΕΧ, ούτε οι καταναλωτές- να εκτιμήσει επακριβώς την προσφορά και τη ζήτηση. Ο ΟΠΕΚ παράγει πολύ αλλά και ο κόσμος καταναλώνει πολύ.