ΑΠΕ: Στο Ένα Τρίτο του Δρόμου

Αμφίβολος θεωρείται πλέον από την Ε.Ε. ο στόχος του 2020 όσον αφορά την διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή της Γηραιάς Ηπείρου, καθώς οι ρυθμιστικές στρεβλώσεις και φυσικά η οικονομική κρίση επηρεάζουν τις νέες εγκαταστάσεις και έχουν οδηγήσει αρκετές αγορές σε μια επικίνδυνη στασιμότητα. Στην Ελλάδα βέβαια, αυτό δεν αποτελεί είδηση, αφού έχουμε ξεχάσει εδώ και καιρό τον στόχο του 2020, καθώς το έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού έχει τορπιλίσει την ανάπτυξη.
energia.gr
Παρ, 29 Μαρτίου 2013 - 15:26

Αμφίβολος θεωρείται πλέον από την Ε.Ε. ο στόχος του 2020 όσον αφορά την διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή της Γηραιάς Ηπείρου, καθώς οι ρυθμιστικές στρεβλώσεις και φυσικά η οικονομική κρίση επηρεάζουν τις νέες εγκαταστάσεις και έχουν οδηγήσει αρκετές αγορές σε μια επικίνδυνη στασιμότητα. Στην Ελλάδα βέβαια, αυτό δεν αποτελεί είδηση, αφού έχουμε ξεχάσει εδώ και καιρό τον στόχο του 2020, καθώς το έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού έχει τορπιλίσει την ανάπτυξη.

 

Αξίζει όμως να δούμε λίγο τι συμβαίνει στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Ουσιαστικά, οι Ευρωπαίοι ήταν οι μόνοι διεθνώς που αποφάσισαν να αναλάβουν το βάρος των ΑΠΕ, θέτοντας δεσμευτικούς στόχους, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Ο λόγος που το έπραξε αυτό η Ευρώπη δεν ήταν μόνο μια αίσθηση (αξιέπαινης) περιβαλλοντικής ευθύνης από την πλευρά της κοινής γνώμης, αλλά εξ ίσου η βούληση να ηγηθεί σε μια νέα τεχνολογική επανάσταση, ώστε να αδράξει τα οικονομικά οφέλη στο μέλλον. Η Ε.Ε. ήθελε δηλαδή να πράξει στις ΑΠΕ ότι έπραξαν παλαιότερα οι ΗΠΑ στην πληροφορική και το διαδίκτυο.

 

Στην πράξη όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Η Ευρώπη δεν κατάφερε να διατηρήσει τις νέες τεχνολογίες στο έδαφός της και σαν κακός μαθητής της παγκοσμιοποίησης είδε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα να καταλήγουν στα χέρια κινεζικών ομίλων, με το χεράκι βέβαια και της βιομηχανικής κατασκοπίας. Οι Κινέζοι εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη φτηνή τους παραγωγή και μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων απέκτησαν πρόσβαση στην υψηλή ευρωπαϊκή τεχνολογία, κυρίως όσον αφορά τα φωτοβολταϊκά, αλλά σε ένα βαθμό και στις άλλες τεχνολογίες. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα κυριαρχούν διεθνώς και απολαμβάνουν εκείνοι τα οικονομικά οφέλη της ανάπτυξης των ΑΠΕ.

 

Στον αντίποδα, η Ευρώπη βλέπει στο έδαφός της μια επιβράδυνση στις νέες εγκαταστάσεις, καθώς πολλά κράτη-μέλη αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν τα πράσινα μεγαβάτ μέσω των εγγυημένων τιμών. Το φαινόμενο δηλαδή δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά ολοένα και ταχύτερα γίνεται πανευρωπαϊκό, καθώς οι κυβερνήσεις έρχονται αντιμέτωπες με το δίλημμα «λίγες και υγιείς ΑΠΕ ή πολλές με χρέη»;

 

Τη λύση για όλα αυτά θα πρέπει να δώσει σε πρώτο στάδιο η ίδια η Ε.Ε. Και επειδή αυτές τις ημέρες διεξάγεται η συζήτηση για το νέο στόχο με άξονα το 2030, είναι η κατάλληλη στιγμή για αυτού του είδους τον προβληματισμό. Το φλέγον ζήτημα δεν είναι αν ο στόχος του 2030 θα είναι Χ% ή Ψ%, αλλά περισσότερο οι μηχανισμοί υλοποίησής του. Χρειάζονται πλέον σοβαροί και ρεαλιστικοί τρόποι ανάπτυξης των ΑΠΕ, που θα συνοδεύονται από χρηματοδοτικά προγράμματα και δεν θα δημιουργούν ελλείμματα.