Του Paul Betts
Οι τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προειδοποιούν ότι η τιμή του πετρελαίου ενδέχεται να αναρριχηθεί στα 100 δολάρια το βαρέλι, σε περίπτωση αναταραχής στο σκέλος της προσφοράς. Η Goldman Sachs μιλά για 105 δολ. το βαρέλι. Τώρα, η γαλλική Caisse d’Epargne προχωρά ένα βήμα παραπέρα, μιλώντας για τιμή 350 δολ. το βαρέλι έως το 2015, μια χρονική στιγμή που υπολογίζει πως η παγκόσμια ζήτηση θα ξεπεράσει την προσφορά κατά 8%. Ευτυχώς, δεν είναι όλοι σύμφωνοι με αυτά τα τρομακτικά σενάρια. Υπάρχει ακόμη χρόνος για καταναλωτές και παραγωγούς να προσαρμοσθούν, ενισχύοντας -αντί να μειώνουν, όπως διαμορφώνεται η τάση μέχρι σήμερα- τις επενδύσεις στον κλάδο και την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων. Οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές, όπως ισχυρίζονται οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποθεματοποίηση αλλά και σε διασπορά των ενεργειακών πηγών, για να μην αναφερθούμε σε πυρηνική αναβίωση. Ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το πετρέλαιο θα παραμείνει ακριβό στο κοντινό μέλλον, με τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στις οικονομίες των χωρών, οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να μπουν στον πειρασμό να μετατρέψουν το πετρέλαιο σε ”αποδιοπομπαίο τράγο” της δικής τους ανεπάρκειας. Ωστόσο με επερχόμενες εκλογές, δημοψηφίσματα και κυβερνητικές κρίσεις σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ολοένα και περισσότερο σαν δικαιολογία για τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και τη στασιμότητα στην οικονομική δραστηριότητα. Πρέπει να συμβούν πολλά ακόμη για να αντιμετωπίσουν ένα πραγματικό πετρελαϊκό σοκ οι ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη. Σε πραγματικές τιμές, η αύξηση των πετρελαϊκών τιμών κατά 74% από τον Ιούνιο του 2003 δεν είναι τίποτα μπροστά στην ενίσχυση κατά 185% που έλαβε χώρα το 1973, όταν σημειώθηκε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, ή κατά 158% με τη δεύτερη κρίση του 1979. Αυτό, χωρίς να υπολογίζεται η ”ευλογία” της ταυτόχρονης ενίσχυσης του ευρώ. (Από το euro2day – Financial Times, 21/4/05)