Προειδοποίηση προς την Ε.Ε. απηύθυνε ο Γιοχάνες Τίεσεν, διευθύνοντας της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής επιχείρησης ηλεκτρισμού, ΕΟΝ, καθώς παρατηρείται πλέον μια μεγάλη διαφορά στο ενεργειακό κόστος που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές σε Ευρώπη και Αμερική.

Προειδοποίηση προς την Ε.Ε. απηύθυνε ο Γιοχάνες Τίεσεν, διευθύνοντας της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής επιχείρησης ηλεκτρισμού, ΕΟΝ, καθώς παρατηρείται πλέον μια μεγάλη διαφορά στο ενεργειακό κόστος που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές σε Ευρώπη και Αμερική.

Σύμφωνα με τον Τίεσεν, η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε μαζική έξοδο από την Ευρώπη τη βαριά βιομηχανία, ενώ οι λύσεις δεν είναι άμεσα ορατές, αλλά ενδέχεται να περιλαμβάνουν το αέριο σχιστών, την εισαγωγή LNG, ή την εισαγωγή φθηνού αμερικανικού αερίου.

«Υπάρχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ, το οποίο δεν μπορούμε να αποτρέψουμε, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα», υποστήριξε ο Τίεσεν. «Θα χρειαστούν πολλά και δύσκολα χρόνια καινοτομίας προτού το περιορίσουμε», πρόσθεσε.

Με τον τρόπο αυτό, η γερμανική ΕΟΝ επαναφέρει στο προσκήνιο την όλη συζήτηση για το ενεργειακό κόστος, η οποία μαίνεται και στην χώρα μας. Σύμφωνα με τον Τίεσεν, «η διαφορά στα τιμολόγια αποθαρρύνει ορισμένες εταιρείες και καθορίζει τις επενδύσεις τους…το αμερικανικό πλεονέκτημα γιγαντώνεται τόσο που δεν μπορούμε να το αφήσουμε να συνεχιστεί».

Όσον αφορά το αέριο σχιστών, ο Τίεσεν τόνισε πως ακόμα και αν δεν υπήρχαν οι περιβαλλοντικές ανησυχίες, και πάλι θα χρειάζονταν τουλάχιστον 5 χρόνια για την ανάπτυξή του. Η Ευρώπη όμως, μπορεί να ωφεληθεί και στην περίπτωση που χώρες όπως η Αυστραλία αναπτύξουν τις δικές τους πηγές.

Τέλος, όσον αφορά την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, ο Τίεσεν δήλωσε στους FT ότι «υπήρχαν καλές προθέσεις, αλλά τα πράγματα τείνουν να βγουν εκτός ελέγχου… Η ενέργεια στην Ευρώπη γίνεται πιο βρόμικη. Το CO2 αυξάνεται παρά τις ΑΠΕ. Είναι αντιοικονομική και χάνει την ασφάλειά της, άρα τα σημάδια κινδύνου είναι φανερά». Σε γενικές γραμμές, η ΕΟΝ και άλλες εταιρείες κατηγορούν τις πολιτικές στήριξης των ΑΠΕ για την «παραμόρφωση» της αγοράς, ενώ η σημερινή πραγματικότητα τις ανάγκασε να κλείσουν αρκετές σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου.