Παραδοσιακά «πρωταγωνιστής» εξακολουθεί και παραμένει ο «μαύρος χρυσός» για τις ανάγκες θέρμανσης ενός νοικοκυριού στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η χρήση καυσόξυλων, αφήνοντας μεγάλη απόσταση σε σχέση με τη διείσδυση του φυσικού αερίου στα ελληνικά νοικοκυριά

Παραδοσιακά «πρωταγωνιστής» εξακολουθεί και παραμένει ο «μαύρος χρυσός» για τις ανάγκες θέρμανσης ενός νοικοκυριού στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η χρήση καυσόξυλων, αφήνοντας μεγάλη απόσταση σε σχέση με τη διείσδυση του φυσικού αερίου στα ελληνικά νοικοκυριά.

Οπως αποκαλύπτει έρευνα που πραγματοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου 2011 - Σεπτεμβρίου 2012, ένα ελληνικό νοικοκυριό καταναλώνει σχεδόν 13.994 kWh ετησίως, ενώ το καύσιμο που χρησιμοποιείται περισσότερο για τη θέρμανση χώρων, το μαγείρεμα και την παραγωγή ζεστού νερού είναι το πετρέλαιο, με ποσοστό διείσδυσης 60,3%. Τα καυσόξυλα βρίσκονται στη δεύτερη θέση όσον αφορά τη θέρμανση χώρων με ποσοστό 23,8% και ακολουθεί η χρήση φυσικού αερίου, στην τρίτη θέση, με ποσοστό 7,4%.

Σύμφωνα με ανάλυση των στοιχείων της μελέτης, το περίπου 30% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν εκτός του κύριου συστήματος θέρμανσης και κάποιο συμπληρωματικό σύστημα, όπως τζάκι (32,3%), ανεξάρτητες μονάδες κλιματισμού (28,2%) και φορητές ηλεκτρικές συσκευές (26,5%). Ενώ, όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν τα νοικοκυριά ετησίως, το 38,4% χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα, το 14,7% για τη λειτουργία του ψυγείου, το 10,6% για τη λειτουργία του πλυντηρίου ρούχων, το 6,6% για τον φωτισμό και το 4,9% για την ψύξη της κατοικίας.

Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου θέρμανσης παραμένει είναι υψηλότερη στις αστικές περιοχές, ενώ στις αγροτικές περιοχές η χρήση καυσόξυλων είναι αυξημένη. Οι ανάγκες ενός νοικοκυριού για θέρμανση χώρων και μαγείρεμα αποτελούν το 81% της συνολικής ετήσιας καταναλισκόμενης ενέργειάς του, ενώ συνολικά για την κάλυψη των ετήσιων ενεργειακών αναγκών του καταναλώνει πετρέλαιο θέρμανσης και ηλεκτρισμό σε ποσοστό 44,1% και 26,8%, αντίστοιχα.

Ενεργειακή κατανάλωση

Σε διεξοδικότερη ανάλυση των στοιχείων θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας στα νοικοκυριά, διαπιστώνεται ότι η μέση ετήσια κατανάλωση θερμικής ενέργειας ανά νοικοκυριό ανέρχεται στα 10.244 (kWh), ενώ η μέση ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανά νοικοκυριό φτάνει μόλις στα 3.750 (kWh). Σε ποσοστό 85,9% η θερμική ενέργεια που καταναλώνεται αφορά την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης των κατοικιών, το 4,4% κατευθύνεται για την παραγωγή ζεστού νερού και το 9,7% για το μαγείρεμα. Η κατανάλωση θερμικής ενέργειας υπολογίστηκε βάσει των δαπανών για θέρμανση, παραγωγή ζεστού νερού χρήσης και μαγείρεμα, όπως αυτές καταγράφηκαν στα σχετικά ερωτήματα, σε συνδυασμό με τις μέσες τιμές των καυσίμων κατά τις περιόδους αναφοράς των δαπανών και την καθαρή θερμογόνο δύναμη κάθε καυσίμου.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το καύσιμο που χρησιμοποιείται περισσότερο για θερμική ενέργεια -π.χ. θέρμανση χώρων, μαγείρεμα και παραγωγή ζεστού νερού χρήσης- είναι το πετρέλαιο, ενώ ακολουθούν τα καυσόξυλα.

Οσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, κατά μέσο όρο το 38,4% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης για ένα νοικοκυριό αφορά το μαγείρεμα, ενώ ποσοστό 14,7% αντιστοιχεί στη λειτουργία του ψυγείου, το 10,6% στη λειτουργία του πλυντηρίου ρούχων και μόλις το 6,6% για τον φωτισμό και το 4,9% για την ψύξη της κατοικίας.

Βαθμός αστικότητας

Από την ανάλυση της καταναλισκόμενης ενέργειας κατά βαθμό αστικότητας προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα νοικοκυριά των αστικών περιοχών παρουσιάζουν αυξημένη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας και σε ένα βαθμό και πετρελαίου θέρμανσης, συγκρινόμενα με αυτά των αγροτικών περιοχών, με τη χρήση καυσόξυλων να είναι σημαντικά υψηλότερη στις αγροτικές περιοχές. Οι κατοικίες που ερευνήθηκαν αφορούσαν μόνιμες κατοικίες (99,9%), δηλαδή κατοικίες οι οποίες χρησιμοποιούνται τουλάχιστον έξι μήνες τον χρόνο. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση τέθηκε προκειμένου να διαθέτει το νοικοκυριό στοιχεία (κυρίως λογαριασμούς) για τουλάχιστον τρεις χειμερινούς και τρεις θερινούς μήνες. Οπως προέκυψε από τα στοιχεία της έρευνας, το 43,7% των κτιρίων έχει κατασκευαστεί/αποπερατωθεί τις δεκαετίες '60 και '70, ενώ μόλις το 18,6% από το 2000 και μετά. Το 42% των κατοικιών βρίσκονται στο ισόγειο των κτιρίων, ενώ το 53,4% σε όροφο (έναν ή και περισσότερους - μεζονέτες).

Το 73,2% των κατοικιών είναι ιδιόκτητες, εκ των οποίων το 60,8% χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις και το 12,4% με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη). Το μέσο εμβαδόν των κατοικιών ανέρχεται σε 84,8 m2, με το 23,6% των νοικοκυριών να διαμένουν σε κτίρια με εμβαδόν μέχρι και 60 m2, το 41,7% σε κτίρια με εμβαδόν μεταξύ 61-90 m2 και το 34,7% σε κτίρια με εμβαδόν μεγαλύτερο από 90 m2.

Παροχή ζεστού νερού


Το 98,6% των νοικοκυριών διαθέτει σύστημα/εξοπλισμό για να ικανοποιεί τις ανάγκες του σε ζεστό νερό χρήσης. Ειδικότερα, για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης το 74,5% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί ηλεκτρικό θερμοσίφωνα, το 37, 6% ηλιακό θερμοσίφωνα και το 25,2% σύστημα συνδεδεμένο με την κεντρική θέρμανση (boiler). Ενώ, έξι στα δέκα νοικοκυριά χρησιμοποιούν κάποιο σύστημα για να ψύχουν την κατοικία τους (ολόκληρη ή τμήμα αυτής) κατά τους ζεστούς μήνες του έτους. Το σύστημα αυτό σε ποσοστό 99,7% αφορά ανεξάρτητες μονάδες κλιματισμού (split units), ενώ κεντρικά συστήματα ψύξης καταγράφονται μόλις για το 0,3% των νοικοκυριών.

Το 66,1% των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν κάποιο σύστημα για να ψύχουν την κατοικία τους κάνει χρήση ανεξάρτητων μονάδων κλιματισμού 2-4 μήνες τον χρόνο, ενώ το 30,9% λιγότερο από δύο μήνες. Αναφορικά με την ημερήσια λειτουργία των συστημάτων ψύξης, περίπου τα μισά νοικοκυριά τα χρησιμοποιούν κατά μέσο όρο 3-5 ώρες τους θερινούς μήνες (Μάιο έως Σεπτέμβριο).

Ενεργειακή συμπεριφορά
Η ορθολογική χρήση της ενέργειας που καταναλώνεται στον οικιακό τομέα είναι αποτέλεσμα της ενεργειακής συμπεριφοράς και των συνηθειών των χρηστών. Η κατάλληλη ρύθμιση των θερμοστατών των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης χώρων, η χρήση τεντών και άλλων συστημάτων σκιασμού κατά τη θερινή περίοδο, η χρήση των πλυντηρίων με πλήρη κύκλο πλύσης κ.ά. μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της καταναλισκόμενη ενέργειας ενός νοικοκυριού.

Η ανάλυση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη ρύθμιση των θερμοστατών των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης, σύμφωνα με τους κανόνες ενεργειακά αποδοτικότερης συμπεριφοράς (ρύθμιση στους 18 - 20 βαθμούς C και στους 26 - 28 βαθμούς C, αντίστοιχα), δείχνει μείωση της μέσης κατανάλωσης θερμικής ενέργειας για θέρμανση πάνω από 13% και της μέσης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη πάνω από 15%.

Ο φυσικός δροσισμός της κατοικίας με το άνοιγμα παραθύρων, φεγγιτών, ανοιγμάτων οροφής, κατά τη διάρκεια της νύχτας το καλοκαίρι, έχει ως αποτέλεσμα την κατανάλωση κατά μέσο όρο 21% λιγότερης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη. Τα νοικοκυριά που χρησιμοποιούν πλήρη πλύση στα πλυντήρια ρούχων ή πιάτων (δηλαδή, με τα πλυντήρια γεμάτα στο μέγιστο δυνατό σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους) παρουσιάζουν, κατά μέσο όρο, χαμηλότερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της τάξεως του 17%.

Τέλος, αναφορικά με την ενεργειακή συμπεριφορά των νοικοκυριών ως προς τη διατήρηση των ηλεκτρικών συσκευών σε κατάσταση αναμονής, όταν αυτές δεν χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, περίπου 8 στα 10 νοικοκυριά αφήνουν την τηλεόραση σε κατάσταση αναμονής (53,3% πάντα και 25,1% όταν είναι στην κατοικία τους) και μόνον 2 στα 10 νοικοκυριά κλείνουν την τηλεόραση όταν δεν την χρησιμοποιούν.

Θέρμανση και μόνωση

Μόλις πέντε στις δέκα κατοικίες διαθέτουν θερμομόνωση, ενώ ένας στους δέκα κατοίκους δεν γνωρίζει εάν υπάρχει μόνωση στην κατοικία που διαμένει. Το 98,9% των κατοικιών διαθέτει κάποιο σύστημα/εξοπλισμό θέρμανσης. Το 50,8% των νοικοκυριών χρησιμοποίησε κεντρικό σύστημα θέρμανσης ως κύριο σύστημα θέρμανσης κατά τη χειμερινή περίοδο Οκτωβρίου 2010 - Απριλίου 2011 ή/και Οκτωβρίου 2011 - Απριλίου 2012, το 48,6% κάποιο ανεξάρτητο (αυτόνομο) σύστημα θέρμανσης και το 0,6% τηλεθέρμανση. Ενώ το 65,3% των νοικοκυριών ανέφερε ότι διαθέτει διακόπτη αυτονομίας για τη λειτουργία του κεντρικού συστήματος θέρμανσης, ενώ το 34,68% όχι.

Το καύσιμο που χρησιμοποιείται για το κύριο σύστημα θέρμανσης της κατοικίας είναι κατά 63,8% πετρέλαιο θέρμανσης, 12,4% σε ηλεκτρισμό, 12,0% σε βιομάζα (καυσόξυλα, πέλετ, μπριγκέτες, γεωργικά και δασικά υπολείμματα) και 8,7% φυσικό αέριο.

Τρία στα δέκα νοικοκυριά χρησιμοποιούν εκτός του κύριου συστήματος θέρμανσης και κάποιο συμπληρωματικό σύστημα, το οποίο είναι κυρίως το τζάκι (32,3% των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν συμπληρωματικό σύστημα θέρμανσης), ανεξάρτητες μονάδες κλιματισμού (28,2%) και φορητές ηλεκτρικές συσκευές, όπως ηλεκτρική σόμπα, αερόθερμο, καλοριφέρ (26,5%).

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 02-03/11/2013)