Ο πρόσφατος σεισμός στη Δυτική Κρήτη έδωσε την ευκαιρία να ξαναεμφανιστούν τα ίδια προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία, τα ΜΜΕ και κυρίως οι πολίτες αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της πρόγνωσης των σεισμών. Ετσι, η τρέχουσα αντίληψη είναι ότι η πρόγνωση ενός σεισμού είναι χρήσιμη όταν μπορεί να ειδοποιηθεί έγκαιρα ο πληθυσμός μιας περιοχής για την επικείμενη γένεση ενός σεισμού με παράθυρο χρόνου λίγων ημερών ή έστω εβδομάδων, δηλαδή η έννοια της πρόγνωσης έχει λανθασμένα ταυτιστεί με τη βραχυπρόθεσμη πρόγνωση

Ο πρόσφατος σεισμός στη Δυτική Κρήτη έδωσε την ευκαιρία να ξαναεμφανιστούν τα ίδια προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία, τα ΜΜΕ και κυρίως οι πολίτες αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της πρόγνωσης των σεισμών. Ετσι, η τρέχουσα αντίληψη είναι ότι η πρόγνωση ενός σεισμού είναι χρήσιμη όταν μπορεί να ειδοποιηθεί έγκαιρα ο πληθυσμός μιας περιοχής για την επικείμενη γένεση ενός σεισμού με παράθυρο χρόνου λίγων ημερών ή έστω εβδομάδων, δηλαδή η έννοια της πρόγνωσης έχει λανθασμένα ταυτιστεί με τη βραχυπρόθεσμη πρόγνωση. Αν και στον τομέα αυτό έχουν γίνει κάποια βήματα, κυρίως κατά την περίοδο 1960-1990 με την αξιοποίηση πλήθους παρατηρήσεων, η προσπάθεια αυτή δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα επειδή η υπάρχουσα σήμερα σχετική επιστημονική γνώση δεν επιτρέπει προς το παρόν τέτοια ακριβή πρόγνωση των σεισμών.

Η παραπάνω λανθασμένη αντίληψη είναι σε κάποιο βαθμό αναμενόμενη, αφού η πρόγνωση των σεισμών αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα επιστημονικά προβλήματα. Ηδη η Σεισμολογία έχει πρακτικά επιτύχει να υλοποιήσει τη μακροπρόθεσμη πρόγνωση (με παράθυρο χρόνου της τάξης των αρκετών δεκαετιών), αφού υπάρχει η δυνατότητα εκτίμησης της χωρικής (γεωγραφικής) κατανομής της μέσης σεισμικότητας (χωρίς να γνωρίζουμε το πότε θα γίνουν οι αντίστοιχοι σεισμοί), και σήμερα γίνεται πρακτική αξιοποίηση αυτής της γνώσης (π.χ. στους αντισεισμικούς κανονισμούς κ.λπ.).

Η πιο σημαντική ερευνητική προσπάθεια που βρίσκεται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη αφορά τη μεσοπρόθεσμη πρόγνωση των σεισμών (με παράθυρο χρόνου της τάξης της δεκαετίας), της οποίας η πρακτική, κοινωνική της σημασία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η πρόσφατη παγκόσμια προσπάθεια μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης των ισχυρών σεισμών βασίζεται στην παρατήρηση ότι κάθε ισχυρού (Μ≥6.0) σεισμού προηγείται μια σεισμική ακολουθία μικρών σχετικά σεισμών (επιταχυνόμενων προσεισμών), οι οποίοι έχουν τα επίκεντρά τους σε περιοχή με κέντρο το επίκεντρο του επερχόμενου κύριου σεισμού και των οποίων η ενέργεια (και παραμόρφωση) επιταχύνεται με τον χρόνο προς τον κύριο σεισμό. Δυστυχώς, η μεθοδολογία αυτή έχει αμφισβητηθεί και η σχετική έρευνα εμφανίζει κάμψη, αφού προηγμένες στατιστικές δοκιμές (από τη Hardebeck και συνεργάτες της το 2008) έδειξαν ότι το φαινόμενο της επιταχυνόμενης παραμόρφωσης μπορεί να εμφανιστεί τεχνητά, ακόμα και αν η σεισμικότητα δεν έχει προγνωστικές ιδιότητες. Η παραπάνω αρνητική εξέλιξη φαίνεται να ανατρέπεται από πρόσφατα ερευνητικά αποτελέσματα, μεγάλο τμήμα των οποίων έχει υλοποιηθεί από ελληνικές ερευνητικές ομάδες. Ειδικότερα, η έρευνα από μέλη του Εργαστηρίου Γεωφυσικής του ΑΠΘ τόσο για τον χώρο του Αιγαίου όσο και για το Ηπειρωτικό Σύστημα Διάρρηξης της Γης (Δυτ. Μεσόγειος, Κύπρος, Ανατόλια, Κεντρική Ασία, Ιάβα-Σουμάτρα, Ιαπωνία, Β. Ειρηνικός, Καλιφόρνια, Ν. Αμερική) έδειξε την ταυτόχρονη ισχύ δύο μοντέλων μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης των ισχυρών (Μ=6.0-9.0) σεισμών. Για το πρώτο μοντέλο TIMAPR (Time and Magnitude Predictable Regional model) οι προγνωστικές ιδιότητες βασίζονται στους χρόνους επανάληψης των κύριων σεισμών μιας σεισμογόνου κυκλικής περιοχής. Για το δεύτερο μοντέλο D-AS (Decelerating - Accelerating Seismicity) οι προγνωστικές ιδιότητες βασίζονται στη διέγερση των κύριων σεισμών από προσεισμούς που συμβαίνουν επιταχυνόμενα και επιβραδυνόμενα, καθώς πλησιάζουμε στον κύριο σεισμό. Η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο αυτών μοντέλων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι σήμερα πρακτικά εφικτή η μεσοπρόθεσμη πρόγνωση των ισχυρών (Μ≥6.3) σεισμών, αφού το μοντέλο D-AS είναι στατιστικά έγκυρο, όπως έδειξε πρόσφατα ο Karakaisis και συνεργάτες του (2012), ενώ η πρόγνωση ενός μελλοντικού σεισμού με τη μέθοδο αυτή βασίζεται σε δύο μοντέλα που στηρίζονται σε ανεξάρτητες φυσικές αρχές που αναπτύχθηκαν αρχικά από παρατηρήσεις σεισμών του Αιγαίου και επαληθεύτηκαν παγκόσμια με την επιτυχή εφαρμογή τους σε 40 κύριους ισχυρούς (Μ=6.3-9.0) σεισμούς.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη υπάρχουν ενθαρρυντικά πρακτικά αποτελέσματα, αφού η εφαρμογή της μεθόδου για την πρόγνωση σεισμών στο Αιγαίο οδήγησε στην επιστημονικά έγκυρη αληθή πρόγνωση του ισχυρού σεισμού (Μ=6.9, 6.1.2006) που έγινε στο δυτικό τμήμα του ελληνικού τόξου (Papazachos et al., 2007) και του τελευταίου ισχυρού σεισμού (Μ=6.4, 15.7.2008) στο ανατολικό τμήμα του ελληνικού τόξου (Papazachos et al., 2009). Πέρα από την επιστημονική της σημασία, η μεσοπρόθεσμη πρόγνωση αναμένεται να έχει και σημαντική κοινωνική συμβολή, αφού παρέχει τη δυνατότητα ιεράρχησης των προσεισμικών μέτρων αντισεισμικής προστασίας. Με τον τρόπο αυτό, τα παραπάνω μέτρα δεν είναι απαραίτητο να αφορούν το σύνολο του ελληνικού χώρου, αλλά μπορεί να είναι εστιασμένα και με τον τρόπο αυτό πιο αποδοτικά και κατά συνέπεια οικονομικώς εφικτά.

*Ο κ. Παπαζάχος είναι ομότιμος καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/11/2013)