Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι με την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας στη Γενεύη μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ και των υπόλοιπων κρατών της ομάδας των P5+1 στις 24 Νοεμβρίου θα κατέρρεαν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, προεξοφλώντας μία δυναμική επάνοδο του Ιράν στις παγκόσμιες αγορές. Αν και υπήρξε μία μικρή υποχώρηση στις τιμές κατά τις επόμενες ημέρες αμέσως μετά την υπογραφή, οι τιμές δεν κατέρρευσαν όπως προέβλεπαν οι περισσότεροι αναλυτές ενώ απεναντίας ακολούθησε μικρή άνοδος

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι με την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας στη Γενεύη μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ και των υπόλοιπων κρατών της ομάδας των P5+1 στις 24 Νοεμβρίου θα κατέρρεαν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, προεξοφλώντας μία δυναμική επάνοδο του Ιράν στις παγκόσμιες αγορές. Αν και υπήρξε μία μικρή υποχώρηση στις τιμές κατά τις επόμενες ημέρες αμέσως μετά την υπογραφή, οι τιμές δεν κατέρρευσαν όπως προέβλεπαν οι περισσότεροι αναλυτές ενώ απεναντίας ακολούθησε μικρή άνοδος όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τη γραφική παράσταση, όπου εμφανίζονται οι τιμές για την ποικιλία Brent της Βόρειας Θάλασσας, που αναγνωρίζεται πλέον ως το διεθνές benchmark, κατά τους τελευταίους τρεις μήνες. Για λόγους άσχετους με το Ιράν, αλλά που έχουν περισσότερο να κάνουν με την παρατηρούμενη μείωση της ζήτησης που παρατηρείται στην Αμερικανική και Ευρωπαϊκή αγορά, οι διεθνείς τιμές υποχώρησαν αισθητά την εβδομάδα που πέρασε για να κλείσουν χθες στο ICE του Λονδίνου στα $108.68 το βαρέλι για παραδόσεις Ιανουαρίου.

 

Σε ό,τι αφορά το Ιράν, η παραγωγή του οποίου λόγω των Αμερικάνικων και Ευρωπαϊκών κυρώσεων, έχει πληγεί καίρια φθάνοντας στο ιστορικό χαμηλό των 2.68 εκατ. βαρελιών την ημέρα για το εννεάμηνο Ιανουάριος _ Σεπτέμβριος 2013, και με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στις εξαγωγές του οι οποίες διαμορφώθηκαν κοντά στις 850,000 βαρέλια την ημέρα, η συμφωνία αναμένεται ότι θα έχει κάποιες θετικές επιπτώσεις αφού προβλέπει προσωρινή άρση της απαγόρευσης ασφάλισης δεξαμενόπλοιων που διακινούν Ιρανικό πετρέλαιο. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι σαν αποτέλεσμα θ’ ανακάμψουν οριακά οι εξαγωγές προς Κίνα, Ταϊβάν, Ιαπωνία, Κορέα και Τουρκία, παραδοσιακούς πελάτες του Ιράν οι οποίοι παρά το embargo συνέχισαν τις αγορές αργού από την NIOC τους τελευταίους 18 μήνες. Σε κάθε περίπτωση δεν αναμένεται κάποια θεαματική ανάκαμψη των εξαγωγών καθότι δεν πρόκειται να υπάρξει ολική άρση των κυρώσεων με πλέον πιθανή εξέλιξη την δυνατότητα της ΝΙΟ C να ξεφορτωθεί σταδιακά τις μεγάλες ποσότητες (υπολογίζονται στα 22.0 εκατ. βαρέλια) που έχει αποθηκεύσει το τελευταίο τρίμηνο σε πλωτές δεξαμενές σε διάφορες τοποθεσίες στον Περσικό Κόλπο.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς η Ν IOC μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα προχωρήσει σε επιλεκτικές πωλήσεις φορτίων των 150,000 με 300,000 τόνων, προς παλαιούς πελάτες της, ακόμα και σε Ευρωπαϊκά διυλιστήρια, πάντοτε μετά από την σύμφωνη γνώμη της Αμερικανικής κυβέρνησης και των Βρυξελλών. Ίσως όμως το μεγαλύτερο όφελος για την Τεχεράνη από την ενδιάμεση συμφωνία της Γενεύης θα είναι η αποδέσμευση ενός μέρους των χρηματικών διαθεσίμων της χώρας στο εξωτερικό, μέχρι $10 δις δολάρια, και η δυνατότητα στην Κεντρική Τράπεζα του Ιράν να επανασυνδεθεί στοιχειωδώς με το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Αυτό αναμένεται ότι θα έχει άμεσες και θετικές επιπτώσεις οικονομία της χώρας, πράγμα απαραίτητο ώστε να στηριχθεί το καθεστώς Χαμεϊνί από την οξεία κριτική και εν δυνάμει υπονόμευση από σκληροπυρηνικές πτέρυγες του θεοκρατικού καθεστώς που δεν επιθυμούν την παραμικρή συνδιαλλαγή με τη Δύση.

Με δεδομένο ότι το καρτέλ του OPEC, μέλος του οποίου είναι και το Ιράν, θα εξακολουθήσει να παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου οι διαγραφόμενες εξελίξεις στο Ιράν, στο Ιράκ, στη Λιβύη και κυρίως στη Σ. Αραβία, ακόμη τον μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγό πετρελαίου στον κόσμο, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και χρήζουν μελέτης. Στην περίπτωση του Ιράκ η σιιτική κυβέρνηση του η οποία, με την ενθάρρυνση της Τεχεράνης, έχει εκπονήσει άκρως φιλόδοξα σχέδια για διπλασιασμό της παραγωγής από το σημερινό επίπεδο των 3.0 εκατ. βαρελιών την ημέρα κατά την επόμενη διετία, ο όλος προγραμματισμός και οι υψηπετείς στόχοι του δοκιμάζονται βάναυσα αφού συνεχίζεται το λουτρό αίματος σε όλη τη χώρα από σχεδόν καθημερινές τρομοκρατικές πολύνεκρες επιθέσεις από την Αλ. Κάιντα, που σκοπό έχουν την αποσταθεροποίηση της χώρας. Υπό αυτές τις ανώμαλες συνθήκες, παρατηρούν πολιτικοί αναλυτές, είναι εξαιρετικά δύσκολο για την οικονομία ν’ ανακάμψει, μεγάλο τμήμα της οποίας βασίζεται στις εξαγωγές αργού. Έτσι θεωρείται απίθανο να παρατηρηθεί σύντομα κάποια θεαματική ανάκαμψη της παραγωγής. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν στη Λιβύη όπου πάλι λόγω έλλειψης περιβάλλοντος ασφαλείας η παραγωγή έχει καταβαραθρωθεί στα 220 χιλιάδες βαρέλια από το επίπεδο των 1.2 εκατ. βαρελιών που είχε αποκατασταθεί το 2012, μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι το καλοκαίρι του 2011. Η δε Σαουδική Αραβία, η κυβέρνηση της οποίας εμφανίζεται άκρως ενοχλημένη μετά το Αμερικανο – Ιρανικό rapprochement, έχει κρατήσει την παραγωγή σταθερή στα 9.7 εκατ. βαρέλια ημερησίως αφήνοντας να διαρεύσει ότι είναι έτοιμη να την μειώσει αισθητά εάν χρειασθεί, ακόμα και στα επίπεδα του 2010, εάν διαπιστώσει μία σαφή τάση μείωσης των διεθνών τιμών.

Είναι προφανές ότι η μεγαλύτερη ανησυχία για τη Σ. Αραβία και τον OPEC γενικότερα αποτελούν οι εντυπωσιακές εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου και φ. αερίου της Β. Αμερικής όπου η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ τον περασμένο Σεπτέμβριο διαμορφώθηκε στα 7.79 εκατ. βαρέλια την ημέρα, η υψηλότερη από τον Μάιο του 1989 ενώ για το 2014 οι εκτιμήσεις των εταιρειών είναι πως η παραγωγή θα φθάσει τα 8.5 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Σε αυτό το νούμερο θα πρέπει να προστεθούν 1.1 εκατ. βαρέλια από την παραγωγή βιοκαυσίμων και υγρών καταλοίπων φυσικού αερίου ( NGLs). Βέβαια με μία κατανάλωση που φθάνει τα 18.5 εκατ. βαρέλια την ημέρα οι ΗΠΑ απέχουν πολύ από το να γίνουν σύντομα ενεργειακά ανεξάρτητες όπως πολλοί ανημέρωτοι δημοσιογράφοι και αναλυτές διαλαλούν. Η παρούσα πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο πετρέλαιο ενθαρρύνει μεν την αύξηση της εγχώριας παραγωγής με παράλληλη διευκόλυνση των εισαγωγών, κυρίως από Καναδά και Μεξικό, αλλά και διατήρηση εισαγωγών από την Σ. Αραβία η οποία αποτελεί, και φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει για πολύ ακόμη ν’ αποτελεί, βασικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής των ΗΠΑ και προπύργιο της πολιτικής της για την περιφερειακή ασφάλεια στον Περσικό Κόλπο.

Εν όψει των ανωτέρω στοιχείων και με δεδομένο ότι η παγκόσμια ζήτηση για αργό και προϊόντα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΕΑ, σημείωσε συνεχή άνοδο τους τελευταίους 12 μήνες, που υπολογίζεται κατά μέσο όρο στο 1.0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, και με αναμενόμενη περαιτέρω αύξηση, μόνο μία κατάρρευση των διεθνών τιμών πετρελαίου δεν προμηνύεται. Ποιο συγκεκριμένα, το 2012 η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου έφθασε τα 90.0 εκατ. βαρέλια την ημέρα ενώ για το 2013 αυτή αυξήθηκε στα 91.2 εκατ. βαρέλια με προοπτική αυτή να φθάσει στα 92.4 εκατ. βαρέλια το 2014. Η ικανοποίηση της επιπλέον αυτής παραγωγής θα προέλθει, σύμφωνα με το Monthly Oil Report του ΙΕΑ, κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις εκτός OPEC χώρες η συνολική παραγωγή των οποίων το Νοέμβριο έφθασε τα 56.1 εκατ. βαρέλια ενώ το μερίδιο του OPEC διαμορφώθηκε στα 27.73 εκατ. βαρέλια για το αργό και 36.14 εκατ. βαρέλια λαμβάνοντας υπ’ όψη και τα NGLs, σημειώνοντας υποχώρηση το τελευταίο τετράμηνο. Να θυμίσουμε ότι το επίσημο πλαφόν παραγωγής του καρτέλ, εξαιρουμένων των NGLs, έχει ορισθεί στα 30.0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ένα νούμερο το οποίο επαναβεβαιώθηκε στην τελευταία διάσκεψη του καρτέλ στη Βιέννη στις 4 Δεκεμβρίου και συμφωνήθηκε να παραμείνει στα ίδια επίπεδα για όλο το Α’ εξάμηνο του 2014.

Άρα με μία διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση αργού και προϊόντων, λόγω παρατηρούμενης ανάκαμψης της πλανητικής οικονομίας, και με μία ελεγχόμενη παραγωγή από πλευράς OPEC και ακριβή παραγωγή από τους εκτός OPEC παραγωγούς, δεν προβλέπεται σύντομα κάποια πετρελαϊκή πλημμυρίδα στις αγορές. Οι λίγες σοφές κουκουβάγιες που έχουν απομείνει ακόμη στην Αττική έχουν στραμμένα τα ολοστρόγγυλα μάτια τους στα monitor των Bloomberg που φωτίζουν το βράδυ καθώς κάποιοι traders στα περίχωρα της Αθήνας στοιχηματίζουν σε άνοδο των τιμών τους επόμενους μήνες.