Σημαντικές είναι οι διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής των πλαστικών ειδών συσκευασίας, οι οποίες συχνά δεν είναι εφικτό να προβλεφθούν και να αντιμετωπιστούν, προκαλούν οι μεταβολές της τιμής του πετρελαίου, σημειώνεται στα συμπεράσματα πρόσφατης κλαδικής μελέτης της ICAP «Πλαστική Συσκευασία». Η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου την τελευταία τριετία - παρατηρεί η ICAP - οδήγησε σε αντίστοιχη άνοδο των τιμών των παραγώγων του, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά το κόστος παραγωγής, περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις του κλάδου να μεταφέρουν τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες τους. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί επίσης άνοδο του μεταφορικού κόστους, το οποίο είναι σημαντικό για τις περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου, καθώς αρκετά από τα εξεταζόμενα προϊόντα καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο. Σύμφωνα με τη μελέτη η εγχώρια αγορά των πλαστικών ειδών συσκευασίας ακολούθησε ανοδική πορεία το χρονικό διάστημα 1995-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,3%, καλύφθηκε δε κυρίως από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Το μεγαλύτερο μερίδιο καταλαμβάνουν διαχρονικά οι σάκοι, οι σακούλες και οι τσάντες, η συμμετοχή των οποίων εκτιμάται σε 29% της συνολικής αγοράς πλαστικών ειδών συσκευασίας το 2004. Ακολουθούν τα πλαστικά φύλλα-φιλμ με μερίδιο συμμετοχής 26% και έπονται οι φιάλες και τα λοιπά φιαλοειδή με ποσοστό 20%. Ο βαθμός συγκέντρωσης είναι σχετικά υψηλός στις περισσότερες κατηγορίες ειδών πλαστικής συσκευασίας, αφού λίγες εταιρίες ελέγχουν σημαντικό ποσοστό της αγοράς. Μεγάλη διασπορά παρατηρείται στην αγορά των σάκων, σακουλών και τσαντών, όπου δραστηριοποιούνται πολλές μικρού κυρίως μεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες στοχεύουν συνήθως στην κάλυψη της τοπικής αγοράς. Όσον αφορά στις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, η συνολική εγχώρια κατανάλωση πλαστικών ειδών συσκευασίας αναμένεται να σημειώσει αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 4%-5% (σε ποσότητα) για τη διετία 2005-2006. Η ανακύκλωση των πλαστικών απορριμμάτων συσκευασίας αποτελεί ένα επίμαχο ζήτημα για τις επιχειρήσεις του κλάδου. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό ανακύκλωσης πλαστικού, ενώ είναι η μόνη χώρα της Δυτικής Ευρώπης που παρουσιάζει αντίστοιχο ποσοστό μικρότερο του 5%. Θετικό θεωρείται το γεγονός ότι οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να συμμορφώνονται με το θεσμικό πλαίσιο για την αξιοποίηση των πλαστικών απορριμμάτων. Η συνεπής εφαρμογή των ρυθμίσεων της νομοθεσίας αναμένεται να συμβάλει στην εξοικονόμηση ενέργειας, στη μείωση του κόστους και στην προστασία του περιβάλλοντος. (Από τη Ναυτεμπορική, 22/7/05)