Στην ιστορία της Ρωσίας και της ΕΣΣΔ υπάρχει μια σταθερά, το
«Σύνδρομο του Βερολίνου», που συμπυκνώνει τον σταθερό φόβο της ρωσικής
ελίτ ότι τα κέρδη στο πεδίο της μάχης ή και στην αναίμακτη προβολή
στρατιωτικής ισχύος ακυρώνονται σε Διεθνείς Συνδιασκέψεις λόγω δυσμενών
διπλωματικών συσχετισμών.
«Σύνδρομο του Βερολίνου», από το
Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 που συνήλθε με πρωτοβουλία του
Καγκελαρίου της Γερμανίας Μπίσμαρκ, για να αποφευχθεί μια πολεμική
σύγκρουση Βρετανίας-Ρωσίας. Ενα χρόνο πριν, το 1877, όταν ο ρωσικός
στρατός έφθασε στον Αγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, εκεί
υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη που δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία δορυφόρο
της Αγίας Πετρούπολης και τερμάτιζε σχεδόν την παρουσία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Η Βρετανία δεν μπορούσε να ανεχθεί μια
παρόμοιας έκτασης ανατροπή ισορροπιών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την
Ανατολική Μεσόγειο και ζητούσε αναθεώρηση της Συνθήκης.
Ετσι
συνήλθε το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου κατ' αρχήν η Ρωσία αποκατεστάθη
ως ισότιμο μέλος του Ατυπου Διευθυντηρίου των Μεγάλων Δυνάμεων από το
οποίο είχε αποκλεισθεί μετά την ήττα της στον Κριμαϊκό Πόλεμο το 1856 με
τίμημα τη δημιουργία μικρής και διχοτομημένης Βουλγαρίας και
αποκατάσταση της οθωμανικής παρουσίας στα Βαλκάνιά.
Παρούσα
δυναμικά στο πεδίο της μάχης ή της κρίσης, η Μετασοβιετική Ρωσία
αγνοήθηκε στη συνέχεια επιδεικτικά από τη Δύση. Στις αρχές του 1994 όταν
το ΝΑΤΟ είχε αποστείλει τελεσίγραφο για να αποσύρουν οι Σερβοβόσνιοι
τον βαρύ οπλισμό τους γύρω από το Σεράγεβο απειλώντας σε αντίθετη
περίπτωση με βομβαρδισμούς, τη λύση έδωσε η ρωσική διπλωματία που έπεισε
τη σερβική πλευρά να υποχωρήσει.
Την άνοιξη του 1999, όταν
συμφωνήθηκε ο τερματισμός των βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας από
το ΝΑΤΟ, η είσοδος στην πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου Πρίστινα ρωσικής
μηχανοκίνητης μονάδας που προωθήθηκε από τη Βοσνία επέτρεψε την ομαλή
απόσυρση του γιουγκοσλαβικού στρατού και την άφιξη των νατοϊκών
δυνάμεων.
Παρά αυτή την ουσιαστική επί τόπου διπλωματική και
στρατιωτική συμβολή, η Μόσχα αγνοήθηκε προκλητικά από τις ΗΠΑ και τη
Δύση σε όλες τις φάσεις συνολικής διαπραγμάτευσης για τη Βοσνία αλλά και
το Κοσσυφοπέδιο.
Μια παρόμοια κατάσταση επιχειρησιακής επιτυχίας
που προκαλεί δυσπιστία και επιφυλάξεις απέναντι σε μια διεθνή
συμπεφωνημένη συμβιβαστική φόρμουλα έχει διαμορφωθεί και στην Κριμαία.
Για να χαλαρώσει ο απόλυτος έλεγχος της Μόσχας στην περιοχή θα πρέπει να
υπάρξουν εγγυήσεις για τη διασφάλιση των ρωσικών ζωτικών συμφερότων στο
σύνολο της Ουκρανίας.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Μόσχα χωρίς να
αναλάβει το κόστος μιας προσάρτησης ή και πλήρους απόσχισης μπορεί να
επιλέξει υβριδική λύση τύπου Αμπχαζίας και Νότιας Οσετίας, που στην
ουσία έχουν αποσπασθεί από τη Γεωργία.
Με το προηγούμενο της
απόσπασης του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία και της αναγνώρισής του ως
ανεξαρτήτου κράτους, η αξιοπιστία του επιχειρήματος για απαραβίαστο των
συνόρων που υιοθετεί η Δύση για την Κριμαία προβάλλει ως παρόμοιας
σοβαρότητας με τον ισχυρισμό του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Λαβρόφ
ότι δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι στρατιώτες χωρίς εθνικά διακριτικά που
έχουν καταλάβει την Χερσόνησο.
Το διαπραγματευτικό ατού της
Μόσχας σήμερα είναι ισχυρό: Κυβερνητική αλλαγή στο Κίεβο και συγκρότηση
μεταβατικής αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή των
εξτρεμιστών, έναντι αποκατάστασης του staus quo ante στην Κριμαία.
Το σύνδρομο της δυσπιστίας στην ουκρανική κρίση δεν είναι
αποκλειστικότητα της Ρωσίας, καθώς και οι ΗΠΑ δείχνουν παρόμοια δείγματα
γραφής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την φυγή του Γιανουκόβιτς, όπου
Λαβρόφ και Κέρι αλληλοκατηγορούνται, τη στιγμή που οι υποκινητές της
ανατροπής του ήταν οι ολιγάρχες, η παντοδυναμία των οποίων είχε
απειληθεί από τα «νέα τζάκια».
(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 07/03/2014)