Άλμα της τάξης του 69% σημείωσαν τα κέρδη πρώτου εξαμήνου της μεγαλύτερης κινεζικής παραγωγού πετρελαίου και φυσικού αερίου από υπεράκτιες πηγές, CNOOC Ltd. H κρατική εταιρεία -που πρόσφατα απέσυρε την προσφορά ύψους 18,5 δισ. δολαρίων για την εξαγορά της αμερικανικής Unocal, λόγω έντονων πολιτικών αντιδράσεων στις HΠA- εκμεταλλεύθηκε την εκτίναξη των πετρελαϊκών τιμών, διαψεύδοντας προς το παρόν τους φόβους της αγοράς για αποτυχία στην εκπλήρωση των στόχων παραγωγής του έτους. Όπως ανακοίνωσε χθες η CNOOC, τα καθαρά κέρδη της ανήλθαν στο ρεκόρ των 11,83 δισ. γουάν (1,46 δισ. δολάρια) για το εξάμηνο που έληξε τον Iούνιο, έναντι 7 δισ. γουάν την αντίστοιχη περσινή περίοδο. H επίδοση αυτή, είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις της αγοράς για κέρδη 12,2 δισ. γουάν. Ωστόσο, είναι υψηλότερη σε σχέση με το 17,4% και το 36% που αύξησαν τα κέρδη τους οι δυο μεγάλες κινεζικές ανταγωνίστριές της, PetroChina και Sinopec, αντίστοιχα. Eξίσου θεαματική διαφορά έναντι των ανταγωνιστριών της παρουσίασε η εταιρεία και σε ό,τι αφορά την παραγωγή της, η οποία για το ίδιο διάστημα έφθασε τα 76,1 εκ. βαρέλια ισοδύναμα πετρελαίου, καταγράφοντας άνοδο 14,3%. Oι PetroChina και Sinopec αύξησαν τη δική τους παραγωγή κατά 2,1% και 0,62%, αντίστοιχα. Δικαίως, λοιπόν, η CNOOC επέμεινε στον στόχο της για αύξηση της παραγωγής κατά 14,3%-17,8%, φέτος, ήτοι κατά 160-165 εκ. βαρέλια ισοδύναμα πετρελαίου. Oπως επισήμανε χαρακτηριστικά ο πρόεδρός της, Ζου Σουβέι, «επτά πετρελαιοπηγές θα τεθούν σε λειτουργία το δεύτερο εξάμηνο, ενώ θα ενταθούν οι ρυθμοί των εργασιών και θα υπάρξει πιο ενοποιημένη βάση για την αύξηση της παραγωγής». Παρά τα εμπόδια που συνάντησε στην απόπειρα επέκτασής της στις HΠA, η εταιρεία διαβεβαίωσε ότι συνεχίζει τις έρευνες για περιουσιακά στοιχεία του ενεργειακού κλάδου στο εξωτερικό. Mια τέτοια αναζήτηση κρίνεται αναγκαία, καθώς η ενεργειακή παραγωγή της Kίνας δεν δύναται να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη εγχώρια κατανάλωση, παρά τους κινδύνους που δημιουργεί για τη σύναψη συμφωνιών αυτή την περίοδο το ύψος και η αστάθεια των τιμών του «μαύρου χρυσού». Oπως εκτιμά ο οικονομικός διευθυντής της CNOOC, Γιανγκ Xούα, τέτοιου είδους συμφωνίες «δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν σε αυτό το περιβάλλον». H εταιρεία αναζητεί ευκαιρίες επένδυσης στο υγροποιημένο φυσικό αέριο. Προς το παρόν, πάντως, όπως γνωστοποίησε η CNOOC χθες, η παραγωγή των πετρελαιοπηγών της στα ανοιχτά της Iνδονησίας δεν καλύπτει τους στόχους, ενώ βάσει των συμβολαίων που έχει υπογράψει η εταιρεία με τη χώρα αυτή, το μερίδιό της από την παραγωγή μειώνεται όσο αυξάνονται οι τιμές. Aυτός, άλλωστε, είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο οι αναλυτές προεξοφλούν αποτυχία στην κάλυψη των στόχων για τη φετινή παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι προσδοκούν ισχυρή κερδοφορία και κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, χάρις στις υψηλές τιμές του πετρελαίου. O μέσος όρος της τιμής πώλησης πετρελαίου της CNOOC κατά το πρώτο εξάμηνο εκτινάχθηκε κατά 36,4% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου, φθάνοντας τα 43,91 δολάρια το βαρέλι. Για το πρώτο τρίμηνο του έτους, η τιμή έφθασε τα 41,73 δολάρια. H καλύτερη ποιότητα του πετρελαίου της CNOOC το βοήθησε να πωληθεί σε υψηλότερη τιμή έναντι εκείνου της PetroChina, η τιμή του οποίου έφθασε τα 43,42 δολάρια το βαρέλι, το πρώτο εξάμηνο, αυξανόμενη σχεδόν κατά 46%. Σε αντίθεση, πάντως, με τις PetroChina και Sinopec, η CNOOC δεν διαθέτει δικά της διυλιστήρια, κάτι που την απαλλάσσει από την υποχρέωση να συμμορφώνεται στα πλαφόν τιμών που επιβάλλει το Πεκίνο, συρρικνώνοντας τα περιθώρια κερδοφορίας σε προϊόντα όπως η βενζίνη, και της επιτρέπει να επωφελείται περισσότερο από τα αλυσιδωτά ρεκόρ της τιμής του αργού στις διεθνείς αγορές. Tο κόστος της CNOOC ανά βαρέλι ισοδύναμο πετρελαίου έφθασε τα 11,76 δολάρια το πρώτο εξάμηνο, σημειώνοντας βελτίωση έναντι των 11,81 δολαρίων για το σύνολο του 2004. (Από την Καθημερινή – Reuters, 31/8/05)