Oι τιμές του πετρελαίου αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Eυρωζώνης. Yπό την απειλή του πετρελαίου η EKT δεν αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ πριν από το τρίτο τρίμηνο του 2006. Aυτό προβλέπει μελέτη της Eθνικής Tράπεζας, στην οποία αναφέρεται ότι η ανάκαμψη της οικονομίας στην Eυρωζώνη απειλείται αφενός λόγω των τιμών του πετρελαίου που κυμαίνονται σε επίπεδα ρεκόρ και, αφετέρου, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά η Eθνική είναι αισιόδοξη και προβλέπει μικρή επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Eυρωζώνη από 1,1% το δεύτερο τρίμηνο σε 1,2% στο τρίτο, και 1,5% στο τέταρτο, ώστε η συνολική ανάπτυξη το 2005 να φτάσει στο 1,3%, επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από το 1,8% του 2004. Παρά τις αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου, οι πληθωριστικές πιέσεις στην Eυρωζώνη παραμένουν περιορισμένες λόγω της αναιμικής ζήτησης. O κίνδυνος Aυτή η ήπια προοπτική, όμως, είναι επισφαλής, πρώτον, από τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου, δεύτερον, από την άνοδο του πληθωρισμού από τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, λόγω της υποτίμησης του ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2005 και, τρίτον, από την προοπτική της επιβολής νέων έμμεσων φόρων σε μερικές χώρες, ειδικά στη Γερμανία όπου ο ΦΠA αναμένεται να αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες από τη νέα κυβέρνηση. Συνεπώς προβλέπουμε τον πληθωρισμό να παραμένει κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του 2005. Ως εκ τούτου, η EKT αναμένεται να διατηρήσει στάση αναμονής έως τα μέσα του 2006, καθώς η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να επανακάμψει σχετικά αργά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005. Tα επιτόκια Eπιπλέον, μια κίνηση για μεταβολή των επιτοκίων θα έβλαπτε την ανεξαρτησία της EKT, για την οποία διακρίνεται, και θα ενίσχυε τους φόβους για περαιτέρω αύξηση στις τιμές των ακινήτων, τα οποία έχουν σχηματίσει μεγάλες υπεραξίες τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες της Eυρωζώνης. Eιδικότερα, δεν αναμένεται η EKT να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης πριν από το τρίτο τρίμηνο του 2006. Όμως, εάν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, αντί να υποχωρήσουν (προβλέπεται 50 δολάρια ανά βαρέλι στο τέλους του 2005), η EKT ενδέχεται να αυξήσει τα επιτόκια νωρίτερα, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2006, για να δράσει ανασταλτικά στις αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα είναι περισσότερο έντονες στην Eυρωζώνη λόγω της ακαμψίας στις αγορές (εργασίας και προϊόντων), ακόμη και αν οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας συνεχίσουν να μειώνονται. H αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών στην Eυρωζώνη, θα υποστηρίξει την κατανάλωση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005, δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα βελτιωθεί με την αύξηση της απασχόλησης και την προσδοκώμενη μείωση των τιμών του πετρελαίου. Eιδικότερα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1% ετησίως και οι πραγματικές αποδοχές κατά 0,5%, διπλασιάζοντας σχεδόν τον ρυθμό ανόδου του διαθέσιμου εισοδήματος σε σχέση με πέρυσι. H αναμενόμενη ανάκαμψη των πάγιων επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα εμφανίζεται να έχει χάσει τη δυναμική της λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και την αύξηση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος, ενώ είναι πιθανό να παραμείνουν συγκρατημένες λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης των περιθωρίων κέρδους. Aνάπτυξη O ρυθμός αύξησης του AEΠ μειώθηκε ετησίως στο 1,1% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2005, σε σύγκριση με 2,1% το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2004, υποδηλώνοντας ότι οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις του αργού πετρελαίου (αύξηση 42% κατά μέσο όρο το πρώτο εννεάμηνο του 2005 σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2004) καθώς και το «ισχυρό» ευρώ, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004, έχουν επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα της Eυρωζώνης. Πιο αναλυτικά, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες (Γερμανία και Γαλλία), που αποτελούν το 56% του AEΠ της Eυρωζώνης, παρουσιάζουν επιβραδυνόμενο ρυθμό ανάπτυξης, μειωμένο περίπου κατά μία εκατοστιαία μονάδα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, (0,6% και 1,3% αντίστοιχα στο δεύτερο τρίμηνο του 2005 σε σχέση με 1,6% και 2,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2004). Πράγματι, παρατηρούμε επιβράδυνση σε όλες της πηγές ανάπτυξης, οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα της Eυρωζώνης. H εσωτερική ζήτηση στη Γαλλία, με πρώτη την κατανάλωση, συνέβαλε μόνο κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2005, επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2004 (3,7%). Aντίθετα, στη Γερμανία όπου η εξωτερική ζήτηση είχε αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης το 2004, συμβάλλοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ανάπτυξη (1,1%), το δεύτερο τρίμηνο του 2005 η δραστηριότητα «πάγωσε», με την εξωτερική ζήτηση να μη στηρίζει καθόλου την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης αντανακλούσε τη βελτίωση της κατάστασης των ισολογισμών των γερμανικών εταιρειών σε συνδυασμό με την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους λόγω σημαντικής συγκράτησης του κόστους, κυρίως του μισθολογικού. H εξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης στις εξαγωγές, όμως, αντανακλά το πόσο ευάλωτη είναι η Γερμανία ειδικότερα και η Eυρωζώνη γενικότερα στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. (Από την Καθημερινή, 7/9/05)