Η Εξίσωση του Φόρου Πετρελαίου Θέρμανσης και Κίνησης Αποτελεί Δίκαιη Λύση για την Εύρυθμη Λειτουργία της Αγοράς και Είναι Προς Όφελος του Καταναλωτή

Μπορεί ο τίτλος του σχολίου μας να βρει αντίθετο μεγάλο τμήμα των καταναλωτών οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν περισσότερο για πετρέλαιο θέρμανσης απ’ ότι στο παρελθόν πιστεύοντας ότι και για αυτό φταίει η οικονομική κρίση. Όμως η αλήθεια εάν εξετάσουμε την συνολική λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς γενικότερα είναι τελείως διαφορετική. Η απόφαση της κυβέρνησης και η εφαρμογή της ήδη από τον Οκτώβριο του 2012 ήτο απόλυτα σωστή γιατί με αυτόν τον τρόπο επλήγη σε πολύ μεγάλο βαθμό η λαθρεμπορία στα καύσιμα, η οποία αποτελούσε μεγάλη πληγή στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, και ήτο ένα θέμα που το είχε θέσει μετ’ επιτάσεως ο κλάδος τα τελευταία χρόνια.
energia.gr
Τρι, 26 Αυγούστου 2014 - 11:05
Μπορεί ο τίτλος του σχολίου μας να βρει αντίθετο μεγάλο τμήμα των καταναλωτών οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν περισσότερο για πετρέλαιο θέρμανσης απ’ ότι στο παρελθόν πιστεύοντας ότι και για αυτό φταίει η οικονομική κρίση. Όμως η αλήθεια εάν εξετάσουμε την συνολική λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς γενικότερα είναι τελείως διαφορετική. Η απόφαση της κυβέρνησης και η εφαρμογή της ήδη από τον Οκτώβριο του 2012 ήτο απόλυτα σωστή γιατί με αυτόν τον τρόπο επλήγη σε πολύ μεγάλο βαθμό η λαθρεμπορία στα καύσιμα, η οποία αποτελούσε μεγάλη πληγή στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, και ήτο ένα θέμα που το είχε θέσει μετ’ επιτάσεως ο κλάδος τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε, όμως, να έρθουν τα πάνω κάτω, να χρεοκοπήσει η χώρα, να έρθει η τρόικα να αντιληφθεί το τρελό πάρτι που είχε στήσει μια μικρή ομάδα «επιχειρηματιών» εις βάρος του Δημοσίου με την τεράστια φοροδιαφυγή, και τελικά να επιμείνει για την κατάργηση των ιδιότυπων και Ελληνικής πατέντας φοροαπαλλαγών στο πετρέλαιο θέρμανσης.

Τα οφέλη από την εξυγίανση της φορολογίας μεταξύ πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (diesel) είναι ήδη σημαντικά, αφού τα έσοδα του Δημοσίου το 2013 ήσαν κατά 240 εκατομμύρια ευρώ υψηλότερα σε σύγκριση με το 2011, ενώ θα ήσαν 25 εκατομμύρια ευρώ χαμηλότερα εάν οι φόροι είχαν μείνει αμετάβλητοι. Τα δε φορολογικά έσοδα από το πετρέλαιο κίνησης ήσαν το 2013 κατά 260 εκατομμύρια ευρώ περίπου χαμηλότερα από ότι το 2011, καθώς μειώθηκε ο φόρος πετρελαίου κίνησης, προκειμένου η εξίσωση των δύο φόρων να γίνει σε χαμηλότερο επίπεδο. Συνεπώς, για το Δημόσιο, τα έσοδα από τους δύο φόρους ήσαν σχεδόν σταθερά το 2011-2013.

Με το προηγούμενο φορολογικό καθεστώς και την υπόθεση ότι λόγω οικονομικής ύφεσης η ζήτηση πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης θα είχαν, φυσιολογικά, επίσης, μειωθεί κατά 20%, τα ετήσια έσοδα του Δημοσίου το 2013 θα ήσαν περίπου 275 εκατομμύρια χαμηλότερα. Αυτό είναι και το δημοσιονομικό όφελος και η λαθρεμπορική ζημιά από το μέτρο και δείχνει ότι, τελικά, γύρω στο μισό με 2/3 του λαθρεμπορίου συρρικνώθηκε.

Όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο Τάσος Γιαννίτσης σε άρθρο του στην Καθημερινή της 24/8, το οποίο και αναδημοσιεύουμε σήμερα ως άποψη «Αυτό είναι επιπλέον και το ευρύτερο κοινωνικό όφελος. Σε καλύτερες εποχές τα μεγέθη αυτά θα ήσαν σημαντικά αυξημένα. Αν γινόταν και λίγη δουλειά και στο λαθρεμπόριο ναυτιλιακού πετρελαίου, η εικόνα θα ήταν ακόμη καλύτερη. Τα δεδομένα αυτά (και πολλές άλλες λεπτομέρειες) δείχνουν ότι το μέτρο πέτυχε αρκετά τους δύο στόχους της συρρίκνωσης του λαθρεμπορίου και τον δημοσιονομικό. Παραμένει ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος: η υψηλή τιμή του πετρελαίου θέρμανσης. Ο πολίτης θα αναλογιστεί, γιατί θα επιβαρυνόταν, αν μειωνόταν σήμερα ο φόρος του πετρελαίου θέρμανσης. Θα επιβαρυνόταν. Το παραπάνω δημοσιονομικό όφελος είναι ταυτόχρονα και κοινωνικό όφελος. Διαφορετικά, θα είχε κάνει αναγκαία είτε μια πρόσθετη επιβάρυνση μέσα από άλλους φόρους».

Από πλευράς μας οφείλουμε να επισημάνουμε και μια ακόμη πτυχή του οφέλους που έχει για την εθνική οικονομία και τον καταναλωτή η εξίσωση του φόρου μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων πετρελαίου, και αυτό είναι η ενθάρρυνση για την στροφή καταναλωτών προς άλλες μορφές θέρμανσης εσωτερικών χώρων και κυρίως προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας. Το 90% των κτιρίων που χρησιμοποιούν κεντρικά συστήματα θέρμανσης βασισμένα στο πετρέλαιο έχουν κατασκευασθεί πριν 30 με 40 χρόνια, με ελάχιστη η και καθόλου θερμομόνωση, με λάθος προσανατολισμό και τεράστιες θερμικές απώλειες. Η σημερινή οικονομική κρίση και το νέο τιμολογιακό ενεργειακό περιβάλλον που ήδη ισχύει προσφέρει μια άριστη ευκαιρία στους χρήστες- κατοίκους και στους αρχιτέκτονες-μηχανικούς και κατασκευαστές να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα όπου η ενέργεια σε όλες της τις μορφές θα είναι ακριβότερη και όπου η εξοικονόμηση της στον οικιακό τομέα θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση εξάλλου έχουν δημιουργηθεί συγκεκριμένα προγράμματα με Κοινοτική χρηματοδότηση και άμεση εφαρμογή (π.χ Εξοικονομώ κατ’Οίκον).

Επειδή ακριβώς οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου θέρμανσης- οι οποίες και είναι αρκετά χαμηλότερες σε σύγκριση με αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες- πρέπει ν’αποτελέσουν ισχυρό κίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά και για μια σταδιακή απεξάρτηση από το πετρέλαιο ως το κατεξοχήν καύσιμο για την θέρμανση χώρων σε μια χώρα η οποία έχει σχετικά μικρό αριθμό βαθμοημερών σε σύγκριση με άλλες (και άρα εάν υπάρξει σωστός σχεδιασμός των κτιρίων μπορεί αυτά να καταναλώνουν απείρως μικρότερες ποσότητες ενέργειας), η κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να βάλει ένα τέλος στα κάθε είδους κοινωνικά επιδόματα που συνδυάζονται με το πετρέλαιο θέρμανσης και τα οποία ως γνωστό σπανίως εισπράττονται από τους πραγματικά δικαιούχους. Η λειτουργία μίας υγιούς και ώριμης ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας δεν νοείται με επιδοτήσεις και κρυμμένα κοινωνικά επιδόματα. Μόνο έτσι θα γίνει καταληπτό το πραγματικό κόστος της ενέργειας για την θέρμανση κτιρίου και θα ωθήσει μηχανικούς, κατασκευαστές και χρήστες στην εξεύρεση πλέον ορθολογικών και λιγότερο ενεργοβόρων λύσεων.