ΙΕΑ: Η Αύξηση της Ημερήσιας Ενεργειακής Κατανάλωσης θα καλυφθεί από Μεγαλύτερη Παραγωγή Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική (08/11/2005)

ΙΕΑ: Η Αύξηση της Ημερήσιας Ενεργειακής Κατανάλωσης θα καλυφθεί από Μεγαλύτερη Παραγωγή Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική (08/11/2005)
Τρι, 8 Νοεμβρίου 2005 - 14:21
«Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις από πλευράς κυβερνήσεων, η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί δραματικά μέσα στα επόμενα χρόνια, σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 50% τουλάχιστον, μέχρι το 2030, αυξανόμενη με έναν ετήσιο μέσο όρο 1,6%.» Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της ετήσιας Έκθεσης “World Energy Outlook”, η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα χθες από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ). Μέχρι το 2030, ο πλανήτης θα καταναλώνει κατ’ έτος 16,3 δις τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου – 5,5 δις τόνους περισσότερο από σήμερα. Περισσότερα από τα 2/3 της αύξησης στην χρήση ενέργειας παγκοσμίως θα προέλθουν από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οπού η οικονομική και η πληθυσμιακή ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη. Οι διεθνείς ενεργειακές τιμές που στηρίζουν αυτές τις προβλέψεις έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω, συγκριτικά με το World Energy Outlook του προηγούμενου έτους. Η μέση τιμή εισαγόμενου αργού, που δίνει ο ΙΕΑ, υπολογίζεται τώρα ότι θα σταθεροποιηθεί το 2010 γύρω στα 35 δολάρια το βαρέλι, όταν θα έχει ξεκινήσει η νέα παραγωγή αργού και θα αυξάνεται ο όγκος διύλισης. Με αυτά τα δεδομένα, υπολογίζεται ότι μέχρι το 2020 η μέση τιμή του αργού θα έχει φτάσει τα 37 δολάρια , ενώ μέχρι το 2030 θα έχει διαμορφωθεί στα 39 δολάρια. Σε απόλυτα νούμερα, η τιμή εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 65 δολάρια το 2030. Μία εκτίμηση, όμως, με την οποία δεν συμφωνούν οι περισσότεροι ενεργειακοί αναλυτές. Σύμφωνα με τον ΙΕΑ, τα ορυκτά καύσιμα θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν στις ενεργειακές προμήθειες, καλύπτοντας περισσότερο από το 80% της προβλεπόμενης αύξησης στην ζήτηση πρωταρχικής ενέργειας. Το πετρέλαιο θα παραμείνει η βασική καύσιμη ύλη, με τα 2/3 της αύξησης της χρήσης του να προέρχονται από τον τομέα των μεταφορών. Η ζήτηση αναμένεται να φτάσει τα 92 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2010 και τα 115 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2030. Επιπλέον, η έλλειψη οικονομικών υποκατάστατων για την βενζίνη θα καταστήσουν ακόμη πιο ισχυρή τη ζήτηση πετρελαίου. Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνεται με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς, κατευθυνόμενη κυρίως από την ηλεκτροπαραγωγή. Μάλιστα, το φυσικό αέριο αναμένεται ότι θα ξεπεράσει τον άνθρακα από πλευράς κατανάλωσης και γύρω στο 2015 εκτιμάται ότι θα καταστεί η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή ενέργειας παγκοσμίως. Παράλληλα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ, τα μερίδια του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας στην παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση πρόκειται να μειωθούν σε μικρό ποσοστό, ενώ αυτό της υδροηλεκτρικής ενέργειας θα παραμείνει σταθερό. Επίσης, ελάχιστα μειώνεται και το μερίδιο της βιομάζας, καθώς αντικαθίσταται από σύγχρονα εμπορικά καύσιμα στα αναπτυσσόμενα κράτη. Οι υπόλοιπες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας – συμπεριλαμβανομένης της γεωθερμίας, της ηλιακής και της αιολική ενέργειας – θα αναπτύσσονται ταχύτερα σε σχέση με όλες τις άλλες ενεργειακές πηγές, αλλά παρ’ όλα αυτά θα εξακολουθούν να αναλογούν στο 2% της πρωταρχικής ενεργειακής ζήτησης, το 2030. Το σενάριο του ΙΕΑ προβλέπει ότι οι ενεργειακές πηγές του πλανήτη επαρκούν για να καλύψουν την αύξηση της ζήτησης. Τα τρέχοντα «αποδεδειγμένα» παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου υπερβαίνουν την συνολική προβλεπόμενη παραγωγή μέχρι και το 2030, θα πρέπει ωστόσο να γίνουν παραγωγικά προκειμένου να αποφευχθεί μία πίεση στην παραγωγή πριν το τέλος της περιόδου. Για να διασφαλιστεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να επιταχυνθεί αναπόφευκτα και η έρευνα για νέα κοιτάσματα πετρελαίου. Το ακριβές κόστος της ανεύρεσης και εκμετάλλευσης αυτών των πηγών για τις επόμενες δεκαετίες αν και παραμένει αβέβαιο, θα είναι σίγουρα καθοριστικό. Οι συνολικές ανάγκες επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα υπολογίζονται στα 17 τρις δολάρια για την περίοδο 2004-2030, το μισό εκ των οποίων προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Σαουδική Αραβία, συγκεκριμένα, θα πρέπει να προωθήσει προγράμματα άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, ύψους 174 δις δολαρίων, έως το 2030. Παράλληλα, για να συνεχίσει να καλύπτει τις αυξημένες ανάγκες της ερχόμενης 25ετίας, η Σαουδική Αραβία αλλά και οι υπόλοιπες χώρες του ΟΠΕΚ θα πρέπει να δαπανούν περί τα 56 δις δολάρια ετησίως σε υποδομή, προκειμένου να μην εκτιναχθούν οι τιμές του «μαύρου χρυσού» σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Η χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων στα κράτη που δεν ανήκουν στον ΟΟΣΑ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θέτουν οι προβλέψεις για την ενεργειακή προμήθεια. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΑ, η παγκόσμια βιομηχανία διύλισης πετρελαίου έχει άμεση ανάγκη από αύξηση της διυλιστικής ικανότητας και αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης στην ζήτηση προϊόντων διύλισης πετρελαίου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, η πλεονάζουσα δυναμικότητα έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, ενώ η ευελιξία έχει μειωθεί ακόμη πιο γρήγορα. Η παραγωγή αξιοποιείται σχεδόν στο σύνολό της σήμερα και συνεπώς η αύξηση στη ζήτηση για διυλισμένα προϊόντα μπορεί να καλυφθεί μόνο με επιπλέον παραγωγή. Περισσότερο όμως από την διυλισμένη ποσότητα απαιτείται μία βελτιωμένη ποσότητα, καθώς η ζήτηση θα εξακολουθήσει να στρέφεται προς ελαφρύτερα προϊόντα, τη στιγμή που το αργό που παράγεται είναι όλο και πιο βαρύ, με υψηλότερη περιεκτικότητα σε θείο. Η υιοθέτηση περισσότερο δυναμικών μέτρων από πλευράς κυβερνήσεων στις καταναλώτριες χώρες θα μπορούσε – και δίχως άλλο θα μπορέσει – να θέσει τον κόσμο σε μία διαφορετική ενεργειακή τροχιά. Οι ηγέτες των χωρών του G8 και μερικοί άλλοι από τις μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, που συναντήθηκαν στο Gleneagles τον Ιούλιο του 2005, έκαναν έκκληση για περισσότερα μέτρα καταπολέμησης της υψηλής κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων και κατ’ επέκταση μείωσης των εκπομπών καυσαερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, και οι οποίες εκτιμάται ότι θα αυξηθούν περισσότερο από 50% ως το 2030. Οι περισσότερες κυβερνήσεις του ΟΟΣΑ έχουν διακηρύξει την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν τέτοια μέτρα και πολλές άλλες χώρες σκοπεύουν να πράξουν το ίδιο. Τέτοιου είδους πολιτικές είναι ακόμη πιο πιθανό να εμφανιστούν, σε περίπτωση που οι τιμές πετρελαίου παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση φιλοπεριβαλλοντικών πολιτικών από τις καταναλώτριες χώρες θα μπορούσε να ανακόψει την αύξηση της ζήτησης και να μειώσει την παγκόσμια εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής (MΑΒΑ). Το εναλλακτικό σενάριο (World Alternative Scenario) του ΙΕΑ δείχνει, ότι σε περίπτωση που οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να επιβάλλουν τις νέες πολιτικές που μελετούν σήμερα και οι οποίες στοχεύουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και την ενεργειακή ασφάλεια, η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα αλλά και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μειωθούν σε σημαντικότατο βαθμό. Αλλά ακόμη και σε αυτό το σενάριο, η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια το 2030 θα είναι 37% μεγαλύτερη απ΄ ό,τι είναι σήμερα, ενώ ο όγκος των εξαγωγών υδρογονανθράκων από τις ΜΑΒΑ θα εξακολουθεί να αυξάνεται. Για να αντιστραφούν οι τάσεις αυτές, χρειάζονται περισσότερο ουσιαστικά μέτρα καθώς και τεχνολογικά επιτεύγματα. Σε κάθε περίπτωση, ο ΙΕΑ εκτιμά ότι τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου των χωρών ΜΑΒΑ θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ολοένα αυξανόμενης «δίψας» για ενέργεια. Σε αυτές τις περιοχές κείτεται το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων, το οποίο όχι μόνο δεν έχει εξερευνηθεί πλήρως αλλά μπορεί να καλύψει και την παγκόσμια ζήτηση για τα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον. Τα κέρδη από τις εξαγωγές αναμένεται να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη των εν λόγω περιοχών. Ωστόσο, υπάρχει εύλογη αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό υλοποίησης επενδύσεων στις εγχώριες βιομηχανίες, το πόσο γρήγορα δηλαδή θα αυξηθεί ο όγκος παραγωγής καθώς και το πόση θα είναι η ακριβής ποσότητα παραγωγής που θα μπορεί να προκύψει, με δεδομένο την αύξηση των εγχώριων αναγκών για ενέργεια. Οι επιπτώσεις τόσο για τις χώρες MΑΒΑ όσο και για τις καταναλώτριες χώρες είναι προφανείς. Στόχος του World Energy Outlook 2005 είναι να αποσαφηνίσει όλα αυτά τα περίπλοκα ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες από τις βασικές παραδοχές της Έκθεσης του ΙΕΑ και των σεναρίων του, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα παραγωγής – κατανάλωσης πετρελαίου, θεωρούνται υπερβολικά αισιόδοξες, σύμφωνα με ανεξάρτητους αναλυτές. Μία βασική παραδοχή του Οργανισμού - τόσο σε αυτήν όσο και σε προηγούμενες εκθέσεις του - είναι ότι η παραγωγή πετρελαίου από τις χώρες εντός και εκτός του ΟΠΕΚ, θα εξακολουθήσει να αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, δηλαδή 1,5 με 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, την στιγμή που ήδη γνωρίζουμε για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές από τις χώρες στην περιοχή ΜΑΒΑ αλλά και αλλού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία έτη ο όγκος των «αποδεδειγμένων» παραγωγικών κοιτασμάτων, που ανακαλύπτονται κάθε χρόνο, δεν καλύπτουν την επιπλέον παραγωγή που απαιτείται. Έτσι, το 2004 ανακαλύφθηκαν 7 δις βαρέλια νέων κοιτασμάτων, ενώ εχρειάζοντο 13 δις βαρέλια ώστε να καλυφθεί η επιπλέον παραγωγή 2,9 εκατ. βαρελιών ανά ημέρα που χρειάσθηκε. Άρα, η αισιοδοξία του ΙΕΑ για απεριόριστη αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, τα επόμενα 30 χρόνια, προσκρούει στα σκληρά δεδομένα της αγοράς, τα οποία δύσκολα μπορούν να ανατραπούν, παρατηρούν οι ανωτέρω αναλυτές.