Μικρότερη
βουτιά σε σύγκριση με άλλες χρονιές, αλλά βουτιά παρ’ όλα αυτά σημείωσε η
κατανάλωση πετρελαιοειδών στην χώρα μας το 2014 η οποία διαμορφώθηκε στα 14.2
εκατομμύρια τόνους ή 289.000 βαρέλια την ημέρα σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που
δημοσιεύτηκαν στο
BP
Statistical
Review
of
World
Energy
(βλέπε σχετικό ρεπορτάζ στο
energia.
gr
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=94818
).
Σε
σύγκριση με το 2013 η υποχώρηση στην κατανάλωση πετρελαιοειδών ήτο οριακή,
δηλαδή 0.3 εκατομμύρια τόνοι ή 6.000 βαρέλια ημερησίως ενώ σε σχέση με το 2009
η μείωση της κατανάλωσης είναι δραματική καταγράφοντας ένα μείον 29%! Το
ενθαρρυντικό στοιχείο πάντως, σε μία κατά τα άλλα θλιβερή εικόνα, είναι ότι η
κατανάλωση τα δύο τελευταία χρόνια (2014-2015) δείχνει σημάδια σταθεροποίησης
με τις απώλειες αυτό το διάστημα να φθάνουν 1.1 εκατομμύρια τόνους ή 23.000 βαρέλια ημερησίως.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός
ότι την ίδια περίοδο της μεγάλης πτώσης στην κατανάλωση πετρελαιοειδών στην
χώρα μας η κατανάλωση (προϊόντων και υπηρεσιών) μειώθηκε κατά 27% σύμφωνα με
στοιχεία που δημοσίευσε στις 16/6 ο
Martin
Wolf στο
άρθρο του στους
Financial
Times
(Divorce in haste, repent at leisure) και τα οποία εμφανίζονται στην γραφική
παράσταση που ακολουθεί. Όπως παρατηρεί ο
Wolf στο άρθρο του, σε μία
προσπάθεια να πείσει τους ιθύνοντες σε ΕΕ και ΔΝΤ, ότι η χρηματοπιστωτική
προσαρμογή (
financial
adjustment)
είναι ήδη τεράστια και η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ σε χώρα του
ΟΟΣΑ- και άρα δεν μπορούν να ζητούν από την Ελληνική κυβέρνηση περαιτέρω μεταρρυθμίσεις
που συμβάλλουν στη μείωση της κατανάλωσης- το ισοζύγιο πληρωμών (
cyclically
adjusted
fiscal
balance) την
επίμαχη περίοδο 2008-2014 βελτιώθηκε κατά 20% του ΑΕΠ, και αυτό των τρεχουσών
συναλλαγών (
current
account
balance)
κατά 16%! Με τη μείωση της κατανάλωσης
πετρελαιοειδών να αποτελεί έναν αξιόπιστο και χαρακτηριστικό δείκτη της
προσαρμογής των καταναλωτικών συνηθειών.
Όπως
ήτο αναμενόμενο η παρατεταμένη και ιδιαίτερα υψηλή μείωση στην κατανάλωση, όπως
φανερώνουν τα ανωτέρω στοιχεία, επηρέασε την κατανάλωση και στο φυσικό αέριο
όπου το 2014, πάλι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της
BP, αυτή
διαμορφώθηκε στα 2.7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα τον χρόνο, δηλ. στο κατώτατο σημείο των τελευταίων 10
ετών. Με δεδομένο ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ελλάδα κορυφώθηκε το 2011
στα 4.4 δισεκατομμύρια κυβικά, παρατηρούμε μία μεγαλειώδη πτώση στο 38.6% μέσα
στην τελευταία τριετία!
Βέβαια
η αγορά φυσικού αερίου, αν και σχετίζεται από τιμολογιακής πλευράς με αυτή του
πετρελαίου (βλέπε
oil
indexed
contracts)
έχει αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα μάλιστα στην Ελλάδα όπου το
φυσικό αέριο είναι ένα σχετικά νέο καύσιμο (εισήχθη μόλις το 1996) και άρα λόγω
συνεχόμενης διείσδυσης στον οικιακό, εμπορικό και βιομηχανικό τομέα η ζήτηση
παρουσιάζει ισχυρά ανοδικά χαρακτηριστικά όπως συμβαίνει σε κάθε
νέο-εισερχόμενο καύσιμο. Για αυτό τον λόγο η ζήτηση κορυφώθηκε το 2011 ενώ ήδη
είχαμε εισέλθει για τα καλά σε περίοδο έντονης ύφεσης. Όμως η τεράστια
παρατηρούμενη πτώση των τελευταίων 18 μηνών έχει να κάνει περισσότερο με τον
στρεβλό τρόπο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπου έχουν ενισχυθεί
παράλογα οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας μαζί με την κατανάλωση εγχώριου
λιγνίτη, με το φυσικό αέριο να έχει σχεδόν εκτοπισθεί από το μίγμα της
ηλεκτροπαραγωγής και με την ΔΕΗ να προσπαθεί να μειώσει όσο μπορεί το κόστος
παραγωγής της.
Η
απότομη και σημαντική μείωση των ποσοτήτων φυσικού αερίου το 2014 είχε και
ορισμένες άλλες σημαντικές παρενέργειες, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε σχετική αρθρογραφία
στο
energia.
gr, αφού λόγω των περιορισμένων εισαγωγών από τον
βορρά ενεργοποιήθηκε η ρήτρα
Take-
or-
Pay
με κίνδυνο την εγγραφή ζημιών από πλευράς
ΔΕΠΑ. Τελικά χάρις στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση από την
διοίκηση της ΔΕΠΑ της παράδοξης κατάστασης που δημιουργήθηκε, αποφεύχθηκε η
καταβολή των προβλεπόμενων από την σύμβαση υψηλών προστίμων με έναν συμβιβασμό
να έχει επιτευχθεί και με την ΔΕΠΑ μάλλον να αποφεύγει την άμεση εκταμίευση
χρημάτων για την πληρωμή ποσοτήτων που δεν έχει παραλάβει.
Καταλήγοντας,
θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι επιπτώσεις από μία παρατεταμένη μείωση στην
κατανάλωση σε μία ιδιαίτερα ενεργοβόρα οικονομία, όπως αυτή της σύγχρονης
Ελλάδας, είναι πολυεπίπεδες και παρά τον θετικό τους αντίκτυπο στο ισοζύγιο
πληρωμών δημιουργούν πλείστες αρνητικές παρενέργειες τόσο στις διεθνείς
οικονομικές σχέσεις όσο και στην απασχόληση και στην επιχειρηματικότητα.