Όταν
δρομολογήθηκε η κατασκευή του τερματικού σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου
στο νησάκι Ρεβυθούσα, ανοικτά των Μεγάρων, την άνοιξη του 1989- με τη ΔΕΠΑ να
έχει ιδρυθεί λίγους μόνο μήνες πριν το 1988 μετά από εισήγηση στο υπουργικό
συμβούλιου του αείμνηστου Σάκη Πεπόνη- πολλοί ήσαν οι επικριτές του
συγκεκριμένου έργου. Βασικά τους επιχειρήματα ήσαν το μεγάλο κόστος του έργου,
αφού ξεπερνούσε τα 600 εκατομμύρια ευρώ, αλλά και οι τεχνικές δυσκολίες και
ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η κατασκευή του. Με το επίσης μεγάλο, από πλευράς
κόστους αλλά και μεγέθους, έργο της κατασκευής
του κυρίως αγωγού από την Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα μέχρι την Αττική σε
εξέλιξη, πολλοί υποστήριζαν τότε ότι ο τερματικός
LNG
αποτελούσε μία αχρείαστη πολυτέλεια,
ή έργο βιτρίνας όπως ήτο η έκφραση της εποχής. Υπονοώντας ότι αφού ο μεγάλος
αγωγός αερίου θα μετέφερε μέσω του κάθετου άξονα τον κύριο όγκο του αερίου από
την Ρωσία γιατί έπρεπε να αποκτήσουμε και άλλη μια δεύτερη πύλη εισόδου.
Τελικά
αποκτήσαμε και τρίτη πύλη εισόδου με την κατασκευή και λειτουργία του
Ελληνο-Τουρκικού διασυνδετήριου αγωγού το 2007 και έτσι το Ελληνικό σύστημα
έχει μία αξιοθαύμαστη ευστάθεια αλλά ταυτόχρονα θεωρείται και από τα πλέον
ασφαλή συστήματα, από πλευράς προμήθειας στην Ν.Α. Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι (α)
ευρίσκεται στην απόληξη της Χερσονήσου του Αίμου, άρα απομονωμένο και
αποκομμένο από το σύστημα αγωγών της Κεντρικής Ευρώπης και (β) δεν έχει
πρόσβαση σε υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους. Ο δε ρόλος του τερματικού σταθμού
LNG
στην Ρεβυθούσα
θεωρείται κομβικός από κάθε άποψη για την λειτουργία του όλου συστήματος αφού
διαθέτει αξιόλογους αποθηκευτικούς χώρους (δύο δεξαμενές συνολικής
χωρητικότητας 130.000 κυβ. μέτρων στις οποίες σύντομα θα προστεθεί και μία
τρίτη 95.000 κυβικών μέτρων) και ανεφοδιάζεται σε τακτική βάση τόσο μέσω
μακροπρόθεσμου συμβολαίου προμήθειας με την Αλγερινή ‘
Sonatrach’ όσο και με φορτία
spot.
Αν
και συμπληρωματικό στην λειτουργία του όλου συστήματος- όπως και στις
περισσότερες άλλες χώρες στην Ευρώπη- το τερματικό στην Ρεβυθούσα διαδραματίζει
εδώ και χρόνια, ήδη από τότε που εντάχθηκε στο σύστημα το 2000, πρωτεύοντα ρόλο
στην ασφάλεια λειτουργίας του. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των δύο
κρίσεων εφοδιασμού στην Ευρώπη τα Χριστούγεννα του 2006 και μετά τον Ιανουάριο
του 2009 όταν εν μέσω χειμώνος, και με υψηλά φορτία, η
Gazprom
λόγω οικονομικών διαφορών με
την
Naftogaz
της
Ουκρανίας, αναγκάστηκε να διακόψει την τροφοδοσία μέσω του συστήματος αγωγών
που διέρχονται την Ουκρανία, όπως ο
South
Balkan
Pipeline
που
διασχίζει Μολδαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία
για να καταλήξει στην Ελλάδα.
Σήμερα
(1/7) ο τερματικός σταθμός
LNG
στη Ρεβυθούσα
διαθέτει συνολικά αποθέματα 110,000 κυβικά μέτρα υγροποιημένου αερίου το οποίο
σημαίνει ότι μπορεί, μετά την αεροποιήση, να διαθέσει στο σύστημα 62 εκατομ.
Nm3 ποσότητα που ισοδυναμεί περίπου
με 10-12 ημέρες κατανάλωσης, σε περίπτωση που διακοπεί πλήρως η παροχή αερίου
από τις πύλες του Βορρά, δηλ. από το Σιδηρόκαστρο και από τους Κήπους του
Έβρου. Να θυμίσουμε ότι αυτή ήτο η περίπτωση του χειμώνα του 2007 και του 2009
και πιο πρόσφατα του Φεβρουαρίου του 2013 όπου ο τερματικός της Ρεβυθούσας χάρη
σε συχνούς ανεφοδιασμούς μπόρεσε και κράτησε το σύστημα σε λειτουργία αλλά τροφοδότησε
για λίγες ημέρες και την Βουλγαρία με
reverse
flow
(Ιανουάριος 2007). Σήμερα, εν μέσω θέρους τα φορτία είναι χαμηλά ενώ για τους
επόμενους 2-3 μήνες δεν αντιμετωπίζουμε το παραμικρό ενδεχόμενο διακοπής τροφοδοσίας από
τη Ρωσία ή το Αζερμπαϊτζάν καθότι η ΔΕΠΑ, που είναι ο εισαγωγέας του αερίου
βάσει μακροπρόθεσμων συμβάσεων, είναι απόλυτα ενήμερη ως προς τις πληρωμές της
σε
Gazprom
και
BOTAS.
Τέλος,
να σημειώσουμε ότι το 2014 η συνολική κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα
διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στα 2.7
BCM’
s από 4.4
BCM
που είχε φθάσει το
2014. Οι λόγοι που συνέβαλλαν στην πρωτοφανή αυτή πτώση πρέπει να αναζητηθούν
αφ’ ενός μεν στην υφεσιακή κατάσταση της οικονομίας (αν και το 2014 υπήρξε μία
μικρή ανάπτυξη) αλλά κυρίως στις στεβλώσεις στην λειτουργία της εγχώριας αγοράς
ηλεκτρισμού όπου η ηλεκτροπαραγωγή μείωσε την χρήση φυσικού αερίου με την ίδια
τη ΔΕΗ να έχει εκτοξεύσει τις εισαγωγές ηλεκτρισμού, από γείτονες χώρες, όπου
το Α’ πεντάμηνο του 2015 κάλυψε σχεδόν το 25% των αναγκών της.