Του Σπύρου Κτενά
H είδηση είναι ενδεικτική: εκπρόσωπος ελληνικής τράπεζας κατέθεσε το ενδιαφέρον του πιστωτικού ιδρύματος που εκπροσωπεί για την εξαγορά ποσοστού ως 10% δύο εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών - μία εκ των οποίων εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το συγκεκριμένο επενδυτικό ενδιαφέρον αποδόθηκε από παράγοντα που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις στους παρακάτω λόγους: πρώτον, στο γεγονός ότι οι δύο εταιρείες εμφανίζουν υψηλές αποδόσεις. Δεύτερον, στην προσδοκία ότι οι μικρές ή μεσαίου μεγέθους ελληνικές εταιρείες εμπορίας κατακτούν ολοένα και περισσότερο μερίδιο αγοράς σε βάρος των πολυεθνικών εταιρειών του κλάδου. Τρίτον, οι εταιρείες πετρελαίου αποτελούν τμήμα της ευρύτερης ενεργειακής αγοράς, η απελευθέρωση της οποίας δημιουργεί νέα δεδομένα προσελκύοντας υψηλές επενδύσεις. Στην εγχώρια αγορά πετρελαίου συντελούνται τεκτονικές αλλαγές, αφού η «μάχη» πολυεθνικών - ελληνικών και μεγαλύτερων-μικρότερων εταιρειών εμπορίας «μαύρου χρυσού» συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα έρευνας του «Βήματος» σύμφωνα με την οποία, την τελευταία τετραετία το μερίδιο των πολυεθνικών επιχειρήσεων έπεσε από 35,52% το 2002 σε 33,74% το 2005. H ελληνική αγορά ίσως είναι η μοναδική εθνική αγορά πετρελαίου όπου οι εγχώριες εταιρείες κερδίζουν τη «μάχη» εναντίον των πολυεθνικών. Οι τελευταίες προ οκταετίας ήλεγχαν την ελληνική αγορά πετρελαιοειδών για να περιοριστούν σήμερα στο ένα τρίτο των διακινούμενων ποσοτήτων σε αυτήν. Τα μερίδια της αγοράς Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι από τις 20 εταιρείες καυσίμων που μοιράζονται τη συνολική αγορά, δώδεκα κατόρθωσαν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους την περίοδο 2002 - 2005. Πρόκειται για τις επιχειρήσεις Shell, Aegean, Elin, Revoil, Silk, El Petrol, Kaoil, Cyclon, Sunoil, Argo, Texaco και Vitoumina. Ιδιαίτερα θετική είναι η πορεία των εταιρειών Aegean Oil (κατέκτησε επιπλέον 2,1 εκατοστιαίες μονάδες προσεγγίζοντας το 6% της αγοράς), Elin και Revoil ενώ τελευταία ανακτά μερίδιο αγοράς και η ETEKA. «Στην αγορά δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός εταιρειών» ανέφερε προς «Το Βήμα» μέλος της διοίκησης του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών προσθέτοντας ότι «όλες οι εξελίξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην επόμενη πενταετία ο αριθμός αυτός θα μειωθεί ως αποτέλεσμα της διαδικασίας συγχωνεύσεων και εξαγορών. Είναι ενδεχόμενο να μείνουν στην αγορά 7-8 εταιρείες». Ίσως η λογική αυτή αποτελεί τη βάση της πρότασης της προαναφερθείσας τραπέζης για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο των δύο εταιρειών εμπορίας καυσίμων. «Θέση» στην εγχώρια αγορά καυσίμων πάντως επιχειρούν να αποκτήσουν και άλλοι παράγοντες. Ενδεικτικά καταγράφεται το ενδιαφέρον της ρωσικής εταιρείας Lukoil, η οποία είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εξαγοράσει το 40% της εταιρείας Revoil των κκ. Ευάγγελου και Γεωργίου Ρούσου. Το ντίζελ θέρμανσης Ανερχόμενος παράγοντας στην εγχώρια αγορά καυσίμων είναι μικρός αριθμός εταιρειών διακίνησης καυσίμων (ιδιαίτερα ντίζελ θέρμανσης) - κάτι ανάμεσα στις μεγάλες εταιρείες εμπορίας και τους πρατηριούχους. Ορισμένες εταιρείες από αυτόν τον χώρο διαθέτουν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, ιδιόκτητα βυτιοφόρα, αξιόλογο αριθμό πρατηρίων και συχνά γίνονται «μήλον της έριδος» μεταξύ των ισχυρών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Athens Oil που αυτό το διάστημα διευρύνει την παρουσία της στη μεγάλη αγορά ντίζελ θέρμανσης της Θεσσαλονίκης. Το συντριπτικό τμήμα όμως των εταιρειών διακίνησης ντίζελ δεν διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους και σοβαρή υποδομή. Έτσι, στο πλαίσιο των ασφυκτικών όρων που έχει θέσει η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων καθίσταται αδύνατη. H φυσική εξέλιξη θα είναι το κλείσιμο και η ενδυνάμωση των μεγάλων εταιρειών. (Το Βήμα, 5/2/06)