Μπορεί το ενδιαφέρον για το ύψος των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου να κλιμακώθηκε παράλληλα με την εκτίναξη των τιμών του «μαύρου χρυσού» στα πρωτοφανή σημερινά ύψη. Όλο και περισσότερο, ωστόσο, ενισχύεται και μια άλλη άποψη: ότι εν τέλει, δεν έχει τόση σημασία ο ακριβής υπολογισμός των διαθέσιμων ποσοτήτων αργού, όσο η ταχύτητα με την οποία δημιουργούνται νέες. Κύμα πολεμικής με επίκεντρο τον κακό υπολογισμό των αποθεμάτων ξέσπασε και φέτος, όταν δημοσίευμα έφερε το Κουβέιτ να διαθέτει στην πραγματικότητα μόλις τη μισή ποσότητα αργού από εκείνο που δηλώνει επισήμως. Πρώην ανώτατο στέλεχος της κρατικής σαουδαραβικής Aramco τοποθετεί το μέγεθος των αποδεδειγμένων κοιτασμάτων της χώρας αυτής στα 48 δισ. βαρέλια, έναντι επίσημης εκτίμησης περί 99 δισ., η οποία πιθανολογείται ότι συμπεριλαμβάνει και μη αποδεδειγμένες ποσότητες. Αύξηση Η υπόθεση είναι ενδεικτική του διλήμματος που προβληματίζει τις χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ περί της ταχύτητας αύξησης των αποθεμάτων τους, ανεξαρτήτως μεγέθους. Πολλές από αυτές τις χώρες δεν έχουν κατορθώσει να αποσυνδέσουν την πορεία της οικονομίας τους από το πετρέλαιο. Έτσι, όπως τονίζει χαρακτηριστικά το ίδιο στέλεχος, «αν η εξάντληση των αποθεμάτων καταλήξει σε ταχεία συρρίκνωση της παραγωγής, ίσως σε 10-15 χρόνια, οι εξελίξεις δεν θα είναι καλές για την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Από την άλλη, αν τα αποθέματα διατηρηθούν για 30-40 χρόνια ακόμα, ο κόσμος θα έχει στραφεί σε άλλες μορφές ενέργειας, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά σημασία το ύψος αυτών των αποθεμάτων». Επενδυτική πολιτική Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ), Φατίχ Μπιρόλ, επισημαίνει πως «το ζήτημα δεν είναι τα αποθέματα, αλλά η επενδυτική πολιτική των μεγάλων παραγωγών χωρών: αν αυτές δεν επενδύσουν, δεν έχει καμιά σημασία αν διαθέτουν αποθέματα ενός, δύο ή τριών δισ. βαρελιών». Προς το παρόν, όμως, το μέγεθος των αποθεμάτων εξακολουθεί να παίζει σημαίνοντα ρόλο. Η ίδια η ΙΕΑ, σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς, επεξεργάζεται μεθόδους που φιλοδοξεί να αποφέρουν πιο σαφή στοιχεία. Ο στόχος είναι δύσκολος, καθώς αυτό που δεν υπάρχει πάντα σε αφθονία είναι η πολιτική βούληση (σήμερα, π.χ., ζητήματα πολιτικής και ασφάλειας ωθούν τις μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες του ΟΠΕΚ να αποκλείουν ξένες επιχειρήσεις από τις πετρελαιοπηγές τους). Ζητούμενο, μεταξύ άλλων, είναι η εξεύρεση διεθνούς προτύπου για τον υπολογισμό των ενεργειακών αποθεμάτων. Προς το παρόν, το πλησιέστερο σε ένα διεθνώς αποδεκτό τέτοιο πρότυπο είναι οι κανόνες που καθόρισε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) κατά τη δεκαετία του ’70. Η SEC, ωστόσο, κατηγορήθηκε και αυτή για τους κανόνες της, που θεωρήθηκαν υπερβολικά συντηρητικοί, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με επίκεντρο τη Royal Dutch Shell και την προς τα κάτω αναθεώρηση των αποθεμάτων της, τον Ιανουάριο του 2004. (Καθημερινή – Reuters, 22/2/06)