Του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Οι περιπέτειες της (ανύπαρκτης) ελληνικής ζώνης οικονομικού ενδιαφέροντος στις νότιες θάλασσες της χώρας φέρνει στην επιφάνεια το τεράστιο έλλειμμα που έχει η χώρα μας στην πραγματοποίηση ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μετά το τεράστιο άλμα των τιμών πετρελαίου, που έχουν θρονιαστεί στα 60 δολάρια το βαρέλι, όλες οι χώρες, ακόμη και οι πιο μικρές, φροντίζουν να οριοθετήσουν τις ζώνες οικονομικού ενδιαφέροντος στη θάλασσα, προκειμένου στη συνέχεια να προχωρήσουν σε προκηρύξεις για ανάθεση ερευνών. Όπως φαίνεται και από τον χάρτη, που παρουσιάζει αποκλειστικά η «Οικονομία» της «Κ.Ε.», η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της περιοχής που δεν έχει κάνει καμία κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή και αποτελεί στην ουσία νεκρή ζώνη, ανάμεσα σε Αλβανία, Τουρκία, Ιταλία, Μάλτα, Λιβύη και Αίγυπτο, που δείχνουν τεράστια δραστηριότητα στον τομέα αυτό. Στη... ναφθαλίνη Ο πρώτος (και μοναδικός μέχρι στιγμής) γύρος παραχωρήσεων στην Ελλάδα, έγινε το 1996 και οι συμβάσεις με τις εταιρείες που έκαναν έρευνες στη δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο (Enterprise και Triton) υπεγράφησαν το 1997. Από τότε μέχρι σήμερα, τα 54.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που είναι χαρακτηρισμένες ερευνητέες περιοχές, χερσαίες και θαλάσσιες, παραμένουν στη ναφθαλίνη ή, καλύτερα, στο χαρτοφυλάκιο των Ελληνικών Πετρελαίων (που ανήκουν σήμερα κατά 35% στο ελληνικό Δημόσιο και κατά 33% στον όμιλο Λάτση). Εκεί βρέθηκαν, με τη συγχώνευση όλων των θυγατρικών της τότε Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου, της ΔΕΠ-ΕΚΥ -που είχε στο χαρτοφυλάκιό της τα δικαιώματα επί των ερευνητέων περιοχών- συγχώνευση που οδήγησε στη δημιουργία των Ελληνικών Πετρελαίων. Έτσι, από το 1998 μέχρι σήμερα, που τα ΕΛΛ.ΠΕ. μπήκαν στο Χρηματιστήριο, τα δικαιώματα του Δημοσίου στις ερευνητέες περιοχές ανήκουν σε μιά εισηγμένη, άρα εν πολλοίς ιδιωτικοποιημένη, εταιρεία. Και, από τότε μέχρι σήμερα, δεν έγινε καμία κίνηση για να επιστρέψουν τα δικαιώματα αυτά στο Δημόσιο, μέσω του αρμόδιου φορέα που πρέπει να δημιουργηθεί, προκειμένου να υπερασπίζει τα δικαιώματα αυτά και να τα κάνει παραγωγικά, προκηρύσσοντας διαγωνισμούς για έρευνες. Το χειρότερο, η έλλειψη του φορέα οδήγησε στην άσχημη εικόνα που εμφανίζει η Ελλάδα διεθνώς. Να μην ελέγχει δηλαδή τη θαλάσσια οικονομική ζώνη νότια της Κρήτης και της Ρόδου - Καρπάθου, περιοχές που η Λιβύη και η Αίγυπτος ενέταξαν στη ζώνη δικού τους οικονομικού ενδιαφέροντος όπως αποκάλυψε η «Ε» την περασμένη εβδομάδα. Μιλώντας στην «Οικονομία» της «Κ.Ε.» η πρώην διευθύνουσα σύμβουλος της ΔΕΠ-ΕΚΥ Τερέζα Φωκιανού επισημαίνει ότι «στα 54.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα των ερευνητέων ελληνικών περιοχών έχουν γίνει έρευνες, γεωφυσικές και άλλες, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Έτσι οι περιοχές αυτές αποτελούν περιουσία του Δημοσίου στην οποία έχουν επενδυθεί κεφάλαια του Δημοσίου. Παρ' όλα αυτά, όμως, συνεχίζουν να εμφανίζονται ως ενεργητικό των ΕΛΛ.ΠΕ., παρ' ότι η λύση αυτή επελέγη προσωρινά έως ότου δημιουργηθεί ο φορέας που θα διαχειρίζεται τα δικαιώματα του Δημοσίου». Σύμφωνα δε με την ίδια, για τον ρόλο του θεματοφύλακα των δικαιωμάτων του Δημοσίου, «δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή μια ιδιωτικοποιημένη εταιρεία», ενώ από το 2002 είχε ετοιμαστεί σχέδιο νόμου, το οποίο δεν προωθήθηκε. Αντίστοιχο νομοσχέδιο είναι έτοιμο εδώ και 18 μήνες, χωρίς όμως να δίδεται στη δημοσιότητα και χωρίς να προωθείται για συζήτηση στη Βουλή. Επανειλημμένα ξένες εξειδικευμένες εταιρείες έχουν ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να πραγματοποιήσει δωρεάν σεισμικές έρευνες στην περιοχή του Ιονίου, μέθοδος που αποτελεί την πλέον συνηθισμένη πρακτική στις θαλάσσιες έρευνες. Τα στοιχεία Μια εταιρεία κάνει γεωφυσικές ερευνητικές καταγραφές (non Exclusive Seismic Data) και στη συνέχεια διαθέτει τα στοιχεία σε κάθε ενδιαφερόμενο. Έτσι, η χώρα στην οποία ανήκει η περιοχή αποκτά γνώση της γεωλογίας της. Για να ασκηθεί όμως από την Ελλάδα η πρακτική αυτή που την ασκούν όλες οι γειτονικές χώρες (η Αίγυπτος έκανε τέτοιες έρευνες φθάνοντας έως την... Κάρπαθο και Ρόδο) πρέπει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο και να δημιουργηθεί κρατικός φορέας. Μέχρι τότε, η Ελλάδα θα παραμένει «μαύρη τρύπα» στην περιοχή, σε ό,τι αφορά τις έρευνες πετρελαίου. (Ελευθεροτυπία, 19/3/06)