Του Ευθ. Π. Πέτρου
Όταν ο κυπριακός ελληνισμός, απέρριπτε με ένα συντριπτικό ποσοστό το Σχέδιο Αννάν, εξεφράζοντο φόβοι ότι πολύ σύντομα θα ευρεθούμε αντιμέτωποι με την «οργή» της διεθνούς κοινότητος και θα οδηγηθούμε σε εξελίξεις, πολύ χειρότερες από αυτές που διαφαίνονταν από την εφαρμογή του Σχεδίου. Τελικώς, εάν πράγματι υπάρξουν δυσμενείς εξελίξεις, μάλλον η διεθνής κοινότης δεν θα έχη ευθύνη για αυτές. Άλλωστε, από την επομένη του δημοψηφίσματος επιδεικνύει στάση γενικώς αδιάφορη και δείχνει να υιοθετεί την άποψη ότι «λύσις» μπορεί να είναι και η «μη λύσις»: Δηλαδή η ντε φάκτο διχοτόμησις που έχει επιβληθή από το 1974. Φοβούμεθα ότι και πάλιν, οι μόνοι τους οποίους θα πρέπει να αιτιώμεθα για ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Στην Αθήνα όσο και στην Λευκωσία! Διότι εξακολουθούμε να μην έχουμε στόχους. Και εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τις εξελίξεις παθητικά, απλώς ανταποκρινόμενοι -στην καλύτερη περίπτωση- σε κινήσεις των Ηνωμένων Εθνών. Επί 32 έτη, ουδέποτε ανελήφθη πρωτοβουλία λύσεως, είτε από την ελληνική είτε από την κυπριακή Κυβέρνηση. Με αυτή την τακτική όμως καταλήγουμε να βλέπουμε τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις να ξεπερνούν την πολιτική γραμμή μας, η οποία φαντάζει σαν απολίθωμα έτοιμο να αποσαθρωθή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεγομένη συμφωνία των Παρισίων που προβλέπει έναρξη συνομιλιών για «θέματα καθημερινότητος». Πρόκειται για θέματα τα οποία ανέκυψαν από την άρση των περιορισμών διακινήσεως μεταξύ των κατεχομένων και της ελευθέρας Κύπρου. Ενός γεγονότος που ξεπέρασε το όποιο πολιτικό «όραμα» μπορεί να υπήρχε και έχει δημιουργήσει καταστάσεις, τις οποίες η κυπριακή κυβέρνησις προσπαθεί καταϊδρωμένη να προλάβη. Την ίδια στιγμή, ο Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ διαμηνύει δια του βοηθού του Ιμπραήμ Καμπάρι, ότι ο χρόνος δεν είναι κατάλληλος για την επανέναρξη συνομιλιών συνολικής λύσεως του Κυπριακού, ενώ η Κύπρος βαδίζει προς την διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών. Εκλογών που μπορεί να μην επηρεάζουν την διακυβέρνηση της χώρας (μια και το σύστημα είναι προεδρικό), αλλά θα δείξουν πώς βλέπουν οι ψηφοφόροι τα πράγματα, δύο χρόνια μετά την απόρριψη του Σχεδίου Αννάν. Ένα παράδοξο έχει ήδη σημειωθή. Στις ευρωεκλογές που προηγήθηκαν πρώτο κόμμα ανεδείχθη ο Δημοκρατικός Συναγερμός, ο οποίος είχε υποστηρίξει το Σχέδιο Αννάν. Το δε Δημοκρατικό Κόμμα του Προέδρου Παπαδοπούλου δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράση τα συνήθη ποσοστά του, τα οποία υπολείπονται του 20%. Ασφαλώς τέτοια αποτελέσματα συνιστούν αντίφαση, την οποία όμως θα ήταν μέγα σφάλμα να αποδώσουμε σε ομαδική παραφροσύνη. Θα πρέπει να την αναλύσουμε και να την μελετήσουμε γιατί μόνον έτσι μπορεί να δούμε τις πραγματικές επιθυμίες των ψηφοφόρων, αλλά και τις προθέσεις των κομμάτων. Είναι γεγονός ότι η απόρριψις του Σχεδίου Αννάν, υπήρξε αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η εφαρμογή του δεν εξασφάλιζε στον Κύπριο πολίτη, το αίσθημα ασφαλείας του οποίου απολαμβάνει. Όμως και η διαιώνισις της σημερινής καταστάσεως δεν δημιουργεί αίσθηση βεβαιότητος για το αύριο. Σε αυτή την βάση μπορεί να ερμηνευθή η στάσις των Κυπρίων ψηφοφόρων. Διότι βλέπουν την διαιώνιση της «απειλής» ενός νέου σχεδίου λύσεως που λίγο θα διαφέρη από το Σχέδιο Αννάν. Ενώ η πείρα 32 ετών διδάσκει ότι κάθε σχέδιο που εμφανίζεται είναι λίγο ή πολύ χειρότερο από τα προηγούμενα. Είναι λογικό να μην αρκή η παθητική άρνησις, αν δεν ακολουθείται από πρωτοβουλίες που θα κινήσουν τα πράγματα προς τα εμπρός. Διαφορετικά δημιουργείται η εντύπωσις ότι μια πολιτική εστιασμένη αποκλειστικά στην άρνηση, υποκρύπτει υστεροβουλία. Αν μια πολιτική πλευρά δεν έχει να προτείνη κάτι δημιουργικό, είναι πάρα πολύ εύκολο να διεκδικήση εκβιαστικά την προτίμηση ψηφοφόρων υπό την απειλή επανεμφανίσεως ενός σχεδίου λύσεως, το οποία η ίδια -δια της αδρανείας της- αφήνει να επικρέμαται. Κάπως έτσι έχουμε φθάσει στην κατάσταση, το Εθνικό Θέμα, να ονομάζεται σήμερα «πολιτικό πρόβλημα»… (Εστία, 28/03/2006)