Ισχυρές Πιέσεις στα Ομόλογα των Αμερικανικών Εταιρειών Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου

Ισχυρές Πιέσεις στα Ομόλογα των Αμερικανικών Εταιρειών Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου
energia.gr
Πεμ, 17 Δεκεμβρίου 2015 - 10:52
Την πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης 29 αμερικανικών εταιρειών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξετάζει η Moody's, ενισχύοντας τις πιέσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος από τις χαμηλές τιμές και την άνοδο του κόστους δανεισμού

Την πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης 29 αμερικανικών εταιρειών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξετάζει η Moody's, ενισχύοντας τις πιέσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος από τις χαμηλές τιμές και την άνοδο του κόστους δανεισμού.

Σημειώνεται ότι οι τιμές των ομολόγων επενδυτικής διαβάθμισης έχουν υποχωρήσει φέτος, κατά μέσο, κατά 4,7%. Πολύ μεγαλύτερες, της τάξεως του 21% περίπου, είναι οι απώλειες, είναι οι απώλειες για τα ομόλογα που έχουν κατώτερη αξιολόγησης (junk-rated bonds), όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Bank of America - Merrill Lynch.

Οι αποδόσεις σε αυτά τα ομόλογα έχουν εκτοξευθεί στο 14,91%, υψηλότερο επίπεδο από το 2009. Σημειώνεται ότι οι τιμές και οι αποδόσεις (επιτόκια) των ομολόγων κινούνται αντιστρόφως ανάλογα. 

Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης συνεπάγεται και την αύξηση του κόστους δανεισμού για μία εταιρεία ή ένα κράτος.

Μεταξύ αυτών των 29 εταιρειών είναι η ConocoPhillips (που τώρα βαθμολογείται με «A2», η Anadarko, («Baa2», μόλις δύο βαθμίδες πάνω από το junk) και ορισμένοι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς shale oil.

«Οι συνθήκες στον κλάδο έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, με τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε χαμηλά πολλών ετών», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Moody's, Πιτ Σπιρ. «Οι εταιρείες E&P θα είναι υπό πίεση για μία μακρά χρονική περίοδο με πολύ χαμηλότερες ταμειακές ροές, δυσκολία πώλησης assets και περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου», προσέθεσε.

Από την αρχή του έτους, έχουν χρεοκοπήσει τουλάχιστον 36 εταιρείες του κλάδου στις ΗΠΑ, με χρέη άνω των 13 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Haynes & Boone.