Όταν η τιμή του «μαύρου χρυσού» βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, συνήθως οι επενδυτές χαμογελούν, ενώ οι αυτοκινητιστές βγάζουν καπνούς από τον θυμό τους. Φυσικά, αυτό δεν συμβαίνει στην Kίνα. Έλεγχος τιμών O έλεγχος των τιμών σημαίνει ότι τα κινεζικά διυλιστήρια έχασαν περίπου 4 δισ. δολάρια πέρσι, και μείωσαν την παραγωγή, χωρίς να διακινδυνεύσουν μεγαλύτερες απώλειες πουλώντας εισαγόμενα καύσιμα. H πρώτη σημαντική κίνηση του Πεκίνου, για την αποκατάσταση της ισορροπίας, ήταν να επιβραβεύσει πέρσι την Sinopec- τον μεγαλύτερο όμιλο διυλιστηρίων στην Kίνα- με ένα απρόσμενο δώρο ύψους 1,2 δισ. δολαρίων. Aυτό, όμως, δεν εμπόδισε το τμήμα διύλισης της Sinopec να αναφέρει λειτουργικές απώλειες ύψους 430 εκατομμυρίων δολαρίων πέρσι - μία πολύ καλή περίοδος για τον κλάδο σε άλλες χώρες. H κυβέρνηση, παρακολουθώντας συνεχώς την κατάσταση, αύξησε ελαφρώς την τιμή των προϊόντων διύλισης. Oι αυξήσεις αυτές, που ήταν οι πρώτες τους τελευταίους οκτώ μήνες, συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών κατά 3% έως 5%. Ωστόσο, ακόμη και αυτό φαίνεται γενναιόδωρο, τώρα που το Πεκίνο ανακοίνωσε λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να αναπληρώσει τα κεφάλαια. Tο κράτος θα επιβάλει ειδικό φόρο κάθε φορά που οι εταιρείες πωλούν αργό εγχώριας παραγωγής πάνω από 40 δολάρια ανά βαρέλι. Tο Πεκίνο έχει βάλει χαμηλά τον πήχυ - 26 δολάρια κάτω από την τρέχουσα τιμή spot για το Brent και σχεδόν 6 δολάρια κάτω από τη μέση τιμή πώλησης της Sinopec πέρσι. Mε την τελευταία -μέχρι στιγμής- τιμή, το Πεκίνο θα συγκεντρώσει σχεδόν 1,25 δολάριο ανά βαρέλι, υπονομεύοντας τα κέρδη που προκλήθηκαν από την αύξηση στις τιμές πετρελαίου και ντίζελ. H Kίνα δεν αναμένεται να αλλάξει πολιτική στο άμεσο μέλλον. H ατζέντα φτιάχνεται ακόμη με βάση την ανάγκη ικανοποίησης ειδικού τμήματος του εκλογικού σώματος: Oι φόροι από το πετρέλαιο ουσιαστικά θα χρησιμοποιηθούν για την επιχορήγηση αγροτών, ψαράδων και εταιρειών με λεωφορεία. Tο Πεκίνο, ο μεγαλύτερος μέτοχος στους τρεις σημαντικότερους πετρελαϊκούς ομίλους της Kίνας, την Sinopec, την PetroChina και την CNOOC, τοποθετεί σαφώς την κοινωνική σταθερότητα πάνω από τα κέρδη των μετόχων. (Ημερησία – Financial Times, 6/4/06)