Του Ευθ. Π. Πέτρου
Αυτονόητη πρέπει να θεωρείται η απάντησις της Αγκύρας στο αυστηρό μήνυμα που για πολλοστή φορά της απηύθυναν, αφ’ ενός η υπουργός Εξωτερικών κα Ντόρα Μπακογιάννη και αφ’ ετέρου ο υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Β. Μεϊμαράκης. Πράγματι η Τουρκία, κάθε άλλο παρά ως χώρα υποψηφία για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριφέρεται. Και έχει κατ’ επανάληψιν αποδείξει ότι δεν σκοπεύει να αλλάξη τακτική. Σε πολιτικό επίπεδο, οι απειλές της για casus belli εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα αμφισβητούνται διαρκώς. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι παραβάσεις του FIR Αθηνών και οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, είναι φαινόμενα καθημερινά, σε σημείο που να έχουν περάσει στα πολύ ψιλά της ειδησεογραφίας. Αρκούν λοιπόν οι αυστηρές δηλώσεις, μελών της ελληνικής Κυβερνήσεως, για να αλλάξη τακτική η Τουρκία και, να ευθυγραμμισθή προς τα δεδομένα της επιδιωκομένης εντάξεώς της στην ευρωπαϊκή οικογένεια; Άλλωστε είναι πολύ αμφίβολο αν πράγματι η Τουρκία προσβλέπει σε ένα ευρωπαϊκό μέλλον. Το μεν κεμαλικό κατεστημένο δεν έχει καμμία διάθεση να απεμπολήση τα προνόμιά του, οι δε ισλαμιστικές κυβερνήσεις, επιδιώκουν απλώς την επιβολή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε επίπεδο νομοθεσίας, ώστε να δυνηθούν να ελέγξουν τους στρατιωτικούς, να ξεπεράσουν τα κεμαλικά εμπόδια και να επιβάλλουν τις δικές τους αντιλήψεις. Μουσουλμανικού προσανατολισμού. Ουδόλως ευρωπαϊκού. Ως προς τα ελληνο-τουρκικά, έχει δυστυχώς εκ των πραγμάτων αποδειχθή ότι η μόνη γλώσσα την οποία καταλαβαίνει η Άγκυρα είναι αυτή της αποφασιστικότητος και της ισχύος. Πλέον πρόσφατη απόδειξη τούτου αποτελεί η συμπεριφορά της Τουρκίας στο Κυπριακό, την τελευταία πενταετία. Αν ανατρέξουμε στα συμβάντα της περιόδου 2001-2002 θα διαπιστώσουμε ότι τότε, από μια περίοδο πλήρους απραξίας, η τουρκική πλευρά άρχισε να κινείται με στόχο την συνδιαλλαγή, όταν για πρώτη φορά η Κύπρος απέκτησε στρατιωτική ισχύ ικανή να σταματήση τον Αττίλα. Όταν δηλαδή, επί κυβερνήσεως Κληρίδη, ναι μεν οι S-300 δεν έφθασαν στην Μεγαλόνησο, αλλά πληθώρα άλλων συγχρόνων οπλικών συστημάτων που αποκτήθηκαν από την Εθνική Φρουρά, ανέτρεψαν την βεβαιότητα των Τούρκων για την στρατιωτική τους υπεροχή. Τότε άρχισαν οι διαδικασίες που κατέληξαν στο γνωστό σχέδιο λύσεως. Το πρόβλημα είναι ότι οι επόμενοι χειρισμοί της ελληνικής πλευράς ήσαν τόσο ατυχείς, ώστε να απωλεσθούν σε επίπεδο διπλωματίας, όσα είχαν κερδηθή σε επίπεδο ισχύος. Και σήμερα, η γλώσσα της αποφασιστικότητος είναι αυτή την οποία ομιλούν οι Έλληνες πολιτικοί. Το θέμα όμως είναι κατά πόσον αυτή υποστηρίζεται και από την ανάλογη ισχύ. Κατά πόσον η στρατιωτική μας προετοιμασία και η αμυντική μας πολιτική πείθουν την τουρκική πλευρά ότι εννοούμε αυτά που λέμε και ότι δεν θα ανεχθούμε προκλήσεις. Τότε μόνον μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι οι Τούρκοι δεν θα τολμήσουν να κλιμακώσουν την κατάσταση. Διότι το καθεστώς της Αγκύρας, όπως όλα τα στρατοκρατικά καθεστώτα, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, φοβείται την στρατιωτική εμπλοκή. Διότι ενδεχομένη αποτυχία θα έχη καταλυτικές επιπτώσεις για το ίδιο. Για τον λόγο αυτό, ενεργεί προκλητικώς μόνον στον βαθμό που βλέπει ότι εμείς, δια της αδρανείας μας, αφήνουμε τέτοιο περιθώριο. Θα υπενθυμίσουμε άλλωστε ότι οι συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου, άρχισαν την δεκαετία του ’80, όταν προβαίνοντας σε μεγάλη αγορά νέων μαχητικών η Άγκυρα αμφισβήτησε για πρώτη φορά την υπεροπλία της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Η κρίσις του Μαρτίου του 1987, υπήρξε μία ακόμη περίπτωσις κατά την οποία είδαμε την Τουρκία να υποχωρή προ της αποφασιστικής στάσεως και της ταχείας στρατιωτικής κινητοποιήσεως της Ελλάδος. Περιττόν να σχολιάσουμε με ποιόν τρόπο, και η κρίσις των Ιμίων επιβεβαιώνει την ορθότητα των απόψεών που εκθέσαμε παραπάνω. Θα αναφέρουμε μόνον, ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως αυτό που εξηγγέλθη μετά τα Ίμια δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη επίδειξις αποφασιστικότητος. Πλέον σημαντικός παράγων αποτροπής, είναι το υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως ετοιμότητος και ηθικού του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Και αυτό επιτυγχάνεται με την αξιοκρατία και τις ορθές επιλογές στην ηγεσία. Ό,τι δηλαδή δεν έγινε στις εφετινές κρίσεις αξιωματικών, κυρίως στο Πολεμικό Ναυτικό. (Εστία, 04/04/06)