Tου Κώστα Ιορδανίδη
Οι φοιτητικές εκλογές ανέδειξαν μιαν αφροδισιακή διάσταση της ελληνικής πολιτικής με τις χυδαιολογίες διαφόρων οργισμένων νέων, που θα είχαν περάσει απαρατήρητες εάν η τηλεόραση δεν μετέφερε στο σπίτι του κάθε Έλληνα πολίτη τις ασχημίες μιας ασήμαντης σε αριθμό ομάδος. Εν πάση περιπτώσει το θέμα στερείται ουσίας. Οι φοιτητικές εκλογές έγιναν, ουδείς ασχολήθηκε με το αποτέλεσμα και τις επιπτώσεις του στην ευρύτερη πολιτική ζωή της χώρας, διότι απλούστατα δεν υφίστανται επιπτώσεις. Η εποχή που οι φοιτητές έδιδαν τον τόνο στην πολιτική ζωή της χώρας έχει πλέον παρέλθει. Το πολιτικό όμως σύστημα άρχισε να κινείται ήδη στον αστερισμό των δημοτικών εκλογών, τις οποίες ουδείς τολμά να «πολιτικοποιήσει» εκ των προτέρων, διότι δεν είναι διόλου βέβαιο πώς θα αντιδράσουν οι πολίτες κυρίως στις πρωτοβουλίες των ηγετών των δύο κομμάτων εξουσίας. Ο κ. Γ. Παπανδρέου έχει αρχίσει τις περιοδείες του στην επαρχία και έρχεται σε επαφή με τις τοπικές κοινωνίες. Επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει την όποια δυσαρέσκεια υπάρχει εναντίον της κυβερνήσεως, η ρητορική του αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του κ. Κ. Καραμανλή κλιμακώνεται και ο ίδιος φαίνεται να απολαμβάνει την όλη εμπειρία. Όπως και να το κάνουμε είναι ένας Παπανδρέου. Στο Μέγαρο Μαξίμου ευελπιστούν ότι θα επέλθη κορεσμός του πλήθους από τους υψηλούς τόνους αντιπαραθέσεως στους οποίους καταφεύγει ο κ. Παπανδρέου. Θα έχουν ενδεχομένως δίκαιο, εάν υπάρξει σημαντική αναστροφή του κλίματος στον οικονομικό τομέα. Αλλά με την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, μόνον πολιτικοί και όχι άτομα με κοινόν νού μπορούν να θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι όντως εφικτή. Είναι αλήθεια ότι έγιναν κάποια βήματα για τη σχετική ικανοποίηση των οικονομικών αναγκών των «μη προνομιούχων» τάξεων. Η κυβέρνηση άσκησε έμμεση αλλά σημαντική επιρροή ώστε να βρεθεί μια λύση στο θέμα των αυξήσεων που διεκδικούσε η ΓΣΕΕ από τον ΣΕΒ και έως το τέλος Απριλίου αναμένεται να ρυθμισθεί η εκκρεμότης των αυξήσεων στις ΔΕΚΟ. Αλλά οι προσαρμογές αυτές κάθε άλλο παρά λύουν το πρόβλημα, απλώς αποκαθιστούν μια σχετική εργασιακή ηρεμία. Μη αντιληφθείς προφανώς τα τεκταινόμενα στο πρακτικό επίπεδο, ο συντονιστής Οικονομικών Υποθέσεων της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργος Φλωρίδης είχε την ατυχή έμπνευση να «ερμηνεύσει» τις απόψεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ περί της αγοράς εργασίας. Υποστήριξε, ατυχώς γι’ αυτόν, ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως θα συμπεριλάβει το πλαίσιο του σουηδικού μοντέλου, που προβλέπει ελεύθερες απολύσεις των εργαζομένων, αλλά με ένα δίχτυ προστασίας τους από το κράτος. Όπως είναι φυσικό, απεπέμφθη από τον κ. Παπανδρέου. Όλα αυτά είναι βοηθητικά, αλλά ασφαλώς δεν αρκούν για τη σταδιακή διαμόρφωση προεκλογικού κλίματος, που οφείλει να έχει και κάποιο ιδεολογικό περιεχόμενο, το οποίο ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής φρόντισε να το διευρύνει σε σημείο που να καθιστά τη φυσιογνωμία της Ν.Δ. μη αναγνωρίσιμη. Στην αρχή της ομιλίας του, προχθές, στη εθνική διάσκεψη της Νέας Δημοκρατίας για την τοπική αυτοδιοίκηση, ο κ. Καραμανλής απέτισε φόρο τιμής στον Αντώνη Τρίτση και στον Θεόδωρο Κατριβάνο, τους οποίους εστήριξε η Ν.Δ., αν και προέρχονταν από άλλους πολιτικούς χώρους, δίχως ιδιαίτερη αναφορά στους δημάρχους Αθηναίων, που ανήκουν στο κόμμα του οποίου ηγείται και ασχολήθησαν με τα κοινά των Αθηνών επί δεκαέξι χρόνια. Η γενναιοφροσύνη του κ. Καραμανλή προς τους συνεργαζόμενους με τη Ν.Δ. είναι αξιοσημείωτη. Αλλά το θέμα δεν εξαντλήθηκε εδώ. Υποστήριξε για άλλη μια φορά ο κ. Καραμανλής ότι οι πολίτες που ψηφίζουν την Νέα Δημοκρατία ανήκουν στην «Παράταξη του Σύγχρονου Κοινωνικού Κέντρου», που δεν υφίσταται ως όρος αντιληπτός τουλάχιστον από τον μέσο Έλληνα ψηφοφόρο. Προφανώς ο κ. Καραμανλής δεν θέλει να δεχθεί ότι ηγείται κόμματος συντηρητικών πολιτών ή θεωρεί ότι κοινωνική πολιτική μπορεί να ασκήσουν μόνον οι αντίπαλοι πολιτικοί σχηματισμοί. Ένας δικτάτωρ, ο Ιωάννης Μεταξάς, καθιέρωσε την οκτάωρη εργασία και δημιούργησε το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην Ελλάδα, ενώ ένας πολέμιος των αντιλήψεων της Αριστεράς, ο Όθων φον Μπίσμαρκ, συνομιλούσε με τον σοσιαλιστή Φερδινάρδο Λασάλ και δημιούργησε το κοινωνικό κράτος στη Γερμανία. Ουδείς εκ των προμνημονευθέντων ηγετών επεχείρησε ιδεολογικές εκπτώσεις. Ισως θα ήταν σκόπιμο να γίνει κατανοητό ότι η προσπάθεια αποκρύψεως της πολιτικής ταυτότητος αποθρασύνει τον αντίπαλο, απογοητεύει και αδρανοποιεί τον συντηρητικό πολίτη, οδηγεί σε διαρροές ψηφοφόρων και τέλος σε αποσύνθεση. Αντιθέτως προς τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ έσπευσε από ετών να αυτοπροσδιορισθεί ως κόμμα της «δημοκρατικής παρατάξεως», που αποτελεί βεβαίως μείζονα πολιτική αυθαιρεσία, αλλά δεν φέρνει σε αμηχανία τους οπαδούς του. Βεβαίως, όλα αυτά δεν είναι παρά τεχνάσματα, που έχουν ως στόχο να συγκινήσουν το θυμικό των πολιτών, διότι επί της ουσίας το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος ήταν και παραμένει η αδυναμία του να διαχειρισθεί στοιχειωδώς τα προβλήματα της καθημερινότητος. (Καθημερινή, 9/4/06)