Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, το σύνολο των κεφαλαίων που εισέρρευσε στην χώρα από τον Απρίλιο του 2004 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2006 και τα οποία επενδύθηκαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ξεπερνούν τα 8 δις ευρώ. Σαφώς δε, τα κεφάλαια αυτά αφενός μεν τόνωσαν την χρηματιστηριακή αγορά αφετέρου δε δείχνουν την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών προς την ελληνική οικονομία. Απομένει λοιπόν να δει κανείς ποια είναι τα πραγματικά αίτια αυτής της χρηματιστηριακής ανοίξεως και σε ποιο βαθμό η τελευταία θα μπορούσε να συνεχιστεί. Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος κος Ι. Δ. Πολίτης μια βασική αιτία για την χρηματιστηριακή άνοδο είναι ότι οι τιμές των μετοχών της μεγάλης κεφαλαιοποιήσεως πχ. των τραπεζών, του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, παρέμειναν μετά το 2000 δυσανάλογα χαμηλές σε σύγκριση με την πραγματική αξία και την κερδοφορία των επιχειρήσεων που αντιπροσώπευαν. Αυτή η διαφορά στις τιμές των μετοχών εξέφραζε μια τεχνητή ανισορροπία και αποτελούσε έναυσμα περαιτέρω επενδύσεων στην ελληνική αγορά. Έτσι θεσμικοί επενδυτές, κυρίως ξένοι αλλά και Έλληνες, όπως τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και ταμεία κοινωνικής ασφαλίσεως άρχισαν προσεχτικά και χωρίς επιθετικές κινήσεις, να δοκιμάζουν την ανοχή της χρηματιστηριακής μας αγοράς. Σταδιακά λοιπόν και παρά κάποιες ρευστοποιήσεις ο γενικός δείκτης τιμών ακολουθούσε ανοδική πορεία και σήμερα έχει ξεπεράσει τελικά το όριο των 4000 μονάδων. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι θετικό ρόλο για το χρηματιστήριο αξιών Αθηνών παίζουν η διεθνής και αυξημένη ρευστότητα, η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας και η επίμονη αναπτυξιακή προσπάθεια της Κίνας και της Ινδίας. Είναι σημαντικό επίσης να υπογραμμιστεί και η αυξημένη ζήτηση για στρατηγικής σημασίας εμπορεύματα όπως το αλουμίνιο, το τσιμέντο και το πετρέλαιο. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κλίμα αισιοδοξίας το οποίο εκδηλώνεται και ως επενδυτικό ενδιαφέρον για μετοχές επιχειρήσεων εισηγμένων στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης, του Τόκυο και των Αθηνών. Ένα άλλο φαινόμενο επίσης που επιδρά θετικά στη χρηματιστηριακή αγορά είναι η διεθνοποίηση μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων όπως η «Βαρυτίνης», ο «Μυτιληναίος», η «Βιοχάλκο», ο «Τιτάνας» και η «Μότορ Οιλ». Όλες αυτές οι επιχειρήσεις έχουν σημαντική για τα ελληνικά δεδομένα διεθνή παρουσία, έχουν επίσης προβεί σε μεγάλες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μέσω των οποίων ενισχύουν την κερδοφορία τους δημιουργώντας ταυτόχρονα καλές προοπτικές για το μέλλον. Για αυτό οι μετοχές των επιχειρήσεων αυτών παρουσιάζουν καλή ζήτηση και σε ορισμένες περιπτώσεις, σε σύγκριση με το 2004, η αξία της μετοχής τους έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Ένας άλλος ευνοϊκός παράγων που ενισχύει την χρηματιστηριακή αγορά είναι η επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και η συνακόλουθη βελτίωση της κερδοφορίας τους. Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες καταγράφουν εντυπωσιακά κέρδη, χορηγούν υψηλά μερίσματα, προσφέρουν δωρεάν μετοχές και από κάθε άποψη συνιστούν ισχυρό επενδυτικό κίνητρο. Επισημαίνεται ότι εάν δεν υπάρξει αύξηση των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών και έκδοση νέων μετοχών, η σημερινή ισχυρή ζήτηση θα προκαλέσει περαιτέρω αύξηση της τιμής των εν κυκλοφορία μετοχών, ανεξαρτήτως κάποιων ρευστοποιήσεων που προκαλούνται από μετόχους. Όλες αυτές οι εξελίξεις όπως και το εκσυγχρονισμένο νομικό πλαίσιο που διέπει το Χρηματιστήριο, ενισχύουν το αίσθημα ασφαλείας και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση νέων επενδυτών κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι οι επενδυτές στο χρηματιστήριο, μετά τα παθήματά τους την περίοδο 1999-2000, επιδεικνύουν μεγαλύτερη ωριμότητα και γνώση των βασικών κανόνων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΧΑΑ εξελίσσεται σε σημαντικό μοχλό οικονομικής αναπτύξεως για την Ελλάδα και βεβαίως αποτελεί εγγύηση για την καλύτερη αξιοποίηση της λαϊκής αποταμιεύσεως. Παρόλα αυτά οι τράπεζες θα πρέπει να προσέξουν περισσότερο της επέκταση της καταναλωτικής πίστεως και την μείωση της αποταμιεύσεως, η οποία με τη σειρά της ενισχύει τις παραγωγικές επενδύσεις. (Εστία, 11/04/2006)