του Κ. Ν. Σταμπολή
Εάν έτυχε να δείτε τελευταία την κινηματογραφική ταινία Syriana, όπου πρωταγωνιστούσε ο γνωστός ηθοποιός George Clooney, η οποία αναφέρεται στις προσπάθειες μιας μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας να εξασφαλίσει πλούσια αποθέματα σε ένα κρατίδιο της Μέσης Ανατολής, με την εμπλοκή και υποστήριξη της CIA, και άλλων φανερών ή και μη δυνάμεων, είναι σίγουρο ότι θα έχετε σχηματίσει την εντύπωση ότι κάπως έτσι δουλεύει η διεθνής πετρελαϊκή βιομηχανία. Δηλαδή μέσα από στημένα παιχνίδια, δολιοφθορές, δολοφονίες, ανατροπές καθεστώτων και ένα διαρκή πόλεμο κατασκόπων. Εάν μάλιστα έτυχε να παρακολουθήσετε στην ΕΤ–1 και ένα Γαλλικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το Τέλος του Πετρελαίου» (Le Fin du Petrole), τότε θα έχετε αρχίσει ν’ ανησυχείτε βαθύτατα για το εάν σε λίγα χρόνια θα υπάρχει πετρέλαιο και δεν θα γυρίσουμε πάλι στην λίθινη εποχή και την χειράμαξα. Ευτυχώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως παρουσιάζονται στις ανωτέρω κινηματογραφικές τους εκδοχές. Η μεν βιομηχανία πετρελαίου, ιδιαίτερα οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, ακολουθούν πολύ αυστηρούς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης – που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έχουν στοιχίσει σημαντικά ποσά σε εταιρείες κολοσσούς για κακές εκτιμήσεις αποθεμάτων και γενικά ανεπαρκείς παρουσιάσεις αποτελεσμάτων χρήσης – έτσι που τα περιθώρια συναλλαγών κάτω από το τραπέζι να θεωρούνται ελάχιστα. Όχι ότι οι εταιρείες διοικούνται από μάνατζερς με αγγελική μορφή αλλά οι καταστάσεις που περιγράφονται στο Syriana είναι μάλλον εξωπραγματικές. Βέβαια εάν εξετάσουμε την μακρόχρονη και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία της πετρελαϊκής βιομηχανίας θα συναντήσουμε δολοφονίες, ανατροπές καθεστώτων και άλλες βίαιες ενέργειες, αλλά σε ένα χρονικό πλαίσιο 100 ετών που πολλά μπορούν να συμβούν και όχι μόνο στο χώρο του πετρελαίου. Βέβαια το πετρέλαιο αποτελεί μία διαρκή αιτία πολέμου αφού ο έλεγχος του εξασφαλίζει στρατηγικά πλεονεκτήματα, γεωπολιτική ισχύ και πολλά χρήματα. Εισαγωγές Πετρελαίου σε Συνάρτηση με το ΑΕΠ ΠΗΓΗ: ΙΕΝΕ (Έκθεση Νο 004/02/06) Θα Μείνουμε από Πετρέλαιο; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παγκόσμια αποθέματα υδρογονανθράκων είναι πεπερασμένα σε μέγεθος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της BP τα βεβαιωμένα αποθέματα εκτιμώνται συνολικά σε 1,188 δισεκ. βαρέλια εκ των οποίων οι χώρες του ΟΠΕΚ κατέχουν τα μερίδια του λέοντος (890,3 δισεκ. βαρέλια). Βάσει της τρέχουσας και προβλεπόμενης κατανάλωσης, τα κοιτάσματα αυτά είναι αρκετά για τις ανάγκες του πλανήτη για τα επόμενα 40 χρόνια. Όμως με διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση και με όλο και λιγότερες νέες ανακαλύψεις τίθεται το εύλογο ερώτημα ότι σύντομα (άλλοι το τοποθετούν το 2008 άλλοι το 2015 ή 2020) η παγκόσμια παραγωγή θα φθάσει σε ένα ανώτερο σημείο (peak oil), απ’ όπου θα ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, δηλαδή της διαρκούς μείωσης των παγκόσμιων αποθεμάτων. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας του peak oil η κρίση στην παραγωγική διαδικασία είναι ήδη επί θύρας αφού εδώ και τρία χρόνια η παραγωγή από τα νέα κοιτάσματα που τώρα ξεκινούν την εμπορική τους εκμετάλλευση, μόλις και είναι ικανή να αναπληρώσει ισόποσα το κενό που προκύπτει από την μειωμένη παραγωγή των παλαιών κοιτασμάτων τα οποία έχουν αρχίσει να εξαντλούνται. Αντιστοίχως τα νέα, υπό εκμετάλλευση, κοιτάσματα δεν αποφέρουν επαρκείς ποσότητες για να καλύψουν με άνεση μία διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση. Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς η ετήσια αύξηση της παραγωγής δεν προέρχεται τόσο από την παραγωγή των νεοεισερχομένων κοιτασμάτων αλλά από την επιπλέον παραγωγή (εξάντληση) παλαιών μεγάλων κοιτασμάτων που συναντώνται κυρίως στις χώρες του ΟΠΕΚ και ιδιαίτερα από πεδία της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ και του Ιράν. Στην πραγματικότητα, παρατηρούν οι αναλυτές, δεν εξαντλείται ποτέ η παραγωγή πετρελαίου αλλά εξαντλούνται οι επιπλέον ροές (incremental flows). Αυτό που προφανώς λείπει είναι η νέα, επιπλέον παραγωγή για να καλύψει με άνεση την ετήσια αύξηση στην παγκόσμια ζήτηση η οποία προβλέπεται να τρέχει με 2.0 % κατ’ έτος μέσο όρο για τα επόμενα 20 χρόνια. Όλα αυτά δίδουν την αφορμή για μερικούς λίαν απαισιόδοξους υπολογισμούς βάση των οποίων για να εξασφαλιστεί η παραγωγή ενός εκατ. βαρελιών (1εκ.βαρ./ημέρα) πρέπει να ανακαλυφθούν νέα «βεβαιωμένα» κοιτάσματα δυναμικότητας 3.7 – 4.6 δισεκ. βαρελιών. Όμως το 2004 ανακαλύφθηκαν μόλις 7.0 δισεκ. βαρέλια ενώ η ετήσια αύξηση έφθασε τα 2.9 εκατ. βαρέλια. Δηλαδή, εάν δεν θέλουμε να τρώμε από τα έτοιμα κοιτάσματα θα έπρεπε να μπορούμε να εξασφαλίζουμε τουλάχιστον 13.0 δισεκ. βαρέλια νέας δυναμικότητας κατ’ έτος. Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται να συμβεί τα επόμενα χρόνια βάσει των βεβαιωμένων κοιτασμάτων των διεθνών εταιρειών και του ρυθμού ανακάλυψης νέων κοιτασμάτων. Όσο για τις χώρες του ΟΠΕΚ, και κυρίως για την Σαουδική Αραβία, επικρατεί πέπλο σιγής και άκρας μυστικότητος ως προς τις πραγματικές δυνατότητες αύξησης του όντως μεγάλου δυναμικού της. Γιατί Ακριβαίνει το Πετρέλαιο Μέσα σε διάστημα λιγότερο των τριών ετών η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές έχει ουσιαστικά τριπλασιασθεί. Από μία ζώνη διακύμανσης 22 – 26 δολάρια το βαρέλι που ήταν το αργό το Α΄ τρίμηνο του 2003 σήμερα έχει φθάσει στα 68 – 73 δολ/βαρέλι ενώ οι προοπτικές είναι ότι αυτή θα αυξηθεί περαιτέρω και το πιο πιθανό είναι να φθάσει στα 80 – 85 δολ/βαρέλι μέχρι τα τέλη του έτους. Οι λόγοι που ώθησαν και ωθούν το αργό σε αυτά τα πρωτοφανή ύψη και ιστορικά ρεκόρ (σε απόλυτες τιμές το αργό ουδέποτε είχε φθάσει τα σημερινά επίπεδα, ενώ σε πραγματικές αποπληθωρισμένες τιμές στα σημερινά 75 δολ/βαρέλι θα αντιστοιχεί στις τιμές του 1980 – 81) είναι διάφοροι, αρκετά σύνθετοι για να αναλυθούν στα στενά περιθώρια ενός άρθρου και όχι πάντοτε εμφανείς στον ανυποψίαστο παρατηρητή. Χωρίζονται όμως σε δύο γενικές κατηγορίες: (α) Η πρώτη έχει να κάνει με την αυξανόμενη ζήτηση. Πράγματι παρατηρείται αυξανόμενη ζήτηση στην παγκόσμια αγορά με την Κίνα, την Ινδία αλλά και τη Β. Αμερική να ευθύνονται κυρίως για το μεγαλύτερο ποσοστό των επιπλέον ποσοτήτων αργού και προϊόντων που καταναλώνονται κάθε χρόνο, (αφού οι οικονομίες αναπτύσσονται με έντονους ρυθμούς) ενώ η παγκόσμια παραγωγή με δυσκολία ανταποκρίνεται στην αυξανόμενη ζήτηση. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή επιπλέον χωρητικότητα (spare capacity) της παγκόσμιας αγοράς η οποία από 5.0 εκ. βαρ/ημέρα το 2000/2001 σήμερα δια της βίας φθάνει τα 1.2 – 1.5 εκ. βαρ/ημέρα. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) η παγκόσμια ζήτηση για το 2005 διαμορφώθηκε στα 83,3 εκ.βαρ/ημέρα, δηλαδή 1,1 εκ.βαρ/ημέρα επιπλέον σε σχέση με το 2004, ενώ οι εκτιμήσεις για το 2006 είναι ότι αυτή θα φθάσει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα στα 84,7 εκ.βαρ/ημέρα, μέσος όρος για το έτος που διανύουμε. Τώρα γιατί η Κίνα λ.χ παρουσιάζει αυξημένη ζήτηση οφείλεται κυρίως στην επιταχυνόμενη μετάβαση μίας έως πρόσφατα κλειστής οικονομίας σε μία ανοικτή, όπου το ΑΕΠ αυξάνεται με ξέφρενους ρυθμούς (9,5% – 10,0%) και με τους Κινέζους να αποκτούν Δυτικές καταναλωτικές συνήθειες (βλέπε άρθρο μας στις 12/3/2006 για το «Ενεργειακό Στοίχημα της Κίνας». (β) Η δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με την διεθνή γεωπολιτική αστάθεια, που άρχισε με την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ, το Μάρτιο του 2003, και συνεχίζεται διαρκώς εντεινόμενη, με την καλλιεργούμενη πυρηνική κρίση στο Ιράν, να δρα ως καταπέλτης στην άνοδο των τιμών. Οι διεθνείς αγορές διακατέχονται από έντονη ανησυχία για το εάν οι πιθανές εχθροπραξίες οδηγήσουν τελικά σε διακοπή της τροφοδοσίας και ομαλής ροής του μαύρου χρυσού. Εάν λ.χ κλείσουν τα στενά του Χορμούζ στην Αραβική χερσόνησο αυτό αίφνης θα επηρεάσει εξαγωγές της τάξης των 8 – 10 εκ.βαρ. την ημέρα από χώρες όπως το Ιράν, το Κουβέιτ, τα Εμιράτα, το Κατάρ, και η Σ. Αραβία. Τέτοιες ποσότητες είναι δύσκολο να αναπληρωθούν από την παραγωγή άλλων χωρών και άρα οι επιπτώσεις στις διεθνείς αγορές θα είναι ιδιαίτερα οξείς. Σε μία τέτοια περίπτωση οι τιμές αναμένεται να ξεπεράσουν τα 100 δολ/βαρέλι σε διάστημα λίγων ημερών. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπουμε το γεγονός ότι και οι τρομοκρατικές ενέργειες στην Μ. Ανατολή και αλλού (λχ Ινδονησία, Νιγηρία) ευθύνονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό για την ανησυχία και αστάθεια που παρατηρείται διεθνώς. Στους ανωτέρω δύο βασικούς λόγους θα πρέπει να προσθέσουμε το χρηματιστηριακό σκέλος στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών αφού αυτές από το 1982 και μετά ορίζονται μέσω των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων στο Λονδίνο και Ν. Υόρκη. Η διαπραγμάτευση των παραγώγων πετρελαίου (future contracts) καθορίζει τις καθημερινές τιμές για παραδόσεις μηνός ή και για περισσότερους μήνες, και ορίζουν το ανώτερο όριο τιμών βάσει των οποίων πραγματοποιούνται δοσοληψίες για αργό, προϊόντα και φυσικό αέριο. Όμως η ελεύθερη διαπραγμάτευση μέσω χρηματαγορών βασίζεται στην κερδοσκοπία η οποία ευθύνεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό (5 – 15% ανάλογα με τις επικρατούσες θέσεις) στη διαμόρφωση των τιμών των παραγώγων πετρελαίου. Όμως χωρίς την πραγματικότητα των ουσιωδών κανόνων προσφοράς – ζήτησης και των φόβων ή προσδοκιών, που επηρεάζονται από τις διεθνείς εξελίξεις, δεν θα υπήρχε καν χρηματιστηριακό παιχνίδι. Για Πόσο Ακόμη Διάστημα θα Παραμείνει Ακριβό το Πετρέλαιο; Η απάντηση δεν είναι εύκολη αλλά ούτε ευχάριστη. Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι οι τιμές αυξάνονται αίφνης λόγω Αμερικανικού βομβαρδισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ιράν και φθάσουν τα 90 ή και 100 δολ/βαρέλι, όταν ξεπεραστεί η κρίση οι τιμές θα υποχωρήσουν αλλά όχι πολύ και όχι τόσο απότομα όσο ανέβηκαν. Σύμφωνα με τις περισσότερες αναλύσεις διεθνών think – tanks μία υποχώρηση κάτω από τα 50 – 55 δολ/βαρέλι θεωρείται πλέον εντελώς απίθανη και αυτό γιατί η πετρελαϊκή βιομηχανία βασίζεται πλέον στις υψηλές τιμές για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τις έρευνες της για ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων. Τα κοιτάσματα αυτά ανακαλύπτονται ολοένα και περισσότερο σε δύσβατες και δύσκολες γεωλογικά περιοχές το οποίο σημαίνει ότι το κόστος έρευνας και εξόρυξης είναι πολύ ακριβό (20 – 25 δολ/βαρέλι για βαθιά κοιτάσματα στη Ν. Αφρική σε σύγκριση με 2 – 5 δολ/βαρέλι στην Αραβική Χερσόνησο). Εάν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι οι μεγάλες διεθνείς εταιρείες (πχ ExxonMobil. Shell, BP, Chevron, Total κλπ) έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις πετρελαϊκά πλούσιες περιοχές όπως είναι η Μέση Ανατολή, μεγάλο μέρος της Ρωσίας και πολύ πρόσφατα στη Βενεζουέλα (όπου ο ρόλος των ξένων εταιρειών περιορίσθηκε ριζικά το τελευταίο διάστημα) από την κυβέρνηση Τσάβες όπου απόλυτο έλεγχο εξασκούν οι εθνικές εταιρείες, τότε γίνεται αντιληπτό ότι στενεύουν σημαντικά οι δυνατότητες εξερεύνησης νέων μεγάλων κοιτασμάτων. Σύμφωνα με γνώστες της διεθνούς αγοράς υδρογονανθράκων η εξεύρεση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, ολοένα και πιο ακριβή. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί και με τη σταδιακή μείωση των αποθεμάτων ολόκληρων πετρελαιοπαραγωγών περιοχών όπως η Βόρειος Θάλασσα, η Ινδονησία, πολλά πεδία στις ΗΠΑ, Κίνα κλπ. Ανέτοιμη η Ελλάδα να Αντιμετωπίσει τις Υψηλές Τιμές Στην Ελλάδα οι τιμές λιανικής ξεπέρασαν πλέον το 1 ευρώ το λίτρο για την αμόλυβδη, πολύ πιο γρήγορα από ότι είχαμε προβλέψει (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» 4/3/2006) όχι λόγω αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ), αλλά διότι οι διεθνείς τιμές εκτινάχθηκαν στα ύψη (το Brent εκινείτο κοντά στα 72,5 δολ/βαρέλι τη Μ. Τρίτη) με αποτέλεσμα τα διυλιστήρια να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων. Εάν η σχέση δολαρίου – ευρώ δεν ήτο αυτή που ήτο το Α΄ τρίμηνο του έτους, υπέρ του ευρώ, οι εγχώριες τιμές θα ήσαν ακόμη πιο ακριβές, όπως είναι βέβαιο ότι θα γίνουν οδεύοντας προς το 1.5 – 1.8 € το λίτρο πριν τα τέλη του έτους, σύμφωνα με εκτιμήσεις κύκλων της αγοράς εάν κρατηθούν οι διεθνείς τιμές στα σημερινά επίπεδα. Αυτό που είναι επίσης βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να προχωρήσει στη λήψη ριζικών ή εκτάκτων μέτρων για την αντιμετώπιση της καταστάσεως έχοντας προφανώς εναποθέσει όλες τις ελπίδες στις δυνάμεις της αγοράς και στην εκτίμηση ότι αργά ή γρήγορα οι υψηλές τιμές πετρελαιοειδών θα επηρεάσουν την μέχρι σήμερα ανελαστικότητα που παρατηρείται στην κατανάλωση, και άρα θα οδηγήσουν σε αλλαγές της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (πχ Γερμανία, Γαλλία) την Ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να την απασχολεί ιδιαίτερα η σημαντική άνοδος των τιμών του πετρελαίου τις τελευταίες εβδομάδες και τις επιπτώσεις που αυτή αναμένεται να έχει σε λίγες εβδομάδες μέσω ανατιμήσεων σειράς προϊόντων και υπηρεσιών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης τόσο η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη όσο και η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς (δηλαδή οι απευθείας προμήθειες αργού και προϊόντων μέσω διυλιστηρίων και ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών εμπορίας) αποδεικνύονται σωτήριες στην απάλειψη συναλλαγματικών κινδύνων. Όμως το οικονομικό επιτελείο δεν μπορεί να πράξει τίποτε απολύτως για το γεγονός ότι οι σταθερά ακριβότερες κάθε χρόνο εισαγωγές πετρελαίου επηρεάζουν άμεσα τη διόγκωση του τεράστιου, έτσι κι αλλιώς, εξωτερικού χρέους της χώρας, την διαρκή επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, την διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά, σε σχέση με την Ευρωζώνη, επίπεδα και τη μείωση της αγοραστικής αξίας των καταναλωτών. (Καθημερινή 23/04/2006)