Του Κ. Ν. Σταμπολή
Με την τιμή του αργού πετρελαίου να έχει ήδη εκτιναχθεί στα 75 δολάρια το βαρέλι στις διεθνείς αγορές, και με προοπτικές αυτό να φθάσει τα 80 ή και τα 85 δολ. μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού ή και υψηλότερα σε περίπτωση εχθροπραξιών στο Ιράν, είναι λογικό να επικρατεί έντονη ανησυχία στις αγορές και στους διεθνείς οργανισμούς για την παγκόσμια οικονομία η οποία μπορεί να πληγεί σοβαρά από μία παρατεταμένη κρίση. Οι φόβοι των περισσότερων οργανισμών εστιάζονται στις δυσμενείς επιπτώσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Παλαιότερες εκτιμήσεις της Διεθνούς Τράπεζας ανέφεραν ότι για κάθε 10 δολ. σταθερή άνοδο της τιμής του αργού το παγκόσμιο ΑΕΠ επιβραδύνεται κατά 0.5%. Όμως οι υψηλές τιμές πετρελαίου δεν φαίνεται να επηρεάζουν ακόμη την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία –σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ– τρέχει με ρυθμούς 4,9%, σε σύγκριση με προβλέψεις του περασμένου Σεπτεμβρίου για 4,3%. Αν και το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ως προς τις συνέπειες από τις υψηλές τιμές πετρελαίου, που όλο το Α’ τρίμηνο του 2006 κινήθηκαν σταθερά πάνω από τα 60 δολ./βαρέλι, ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι τόσο σοβαρός όσο προβλέπετο. Άραγε πώς εξηγείται το φαινόμενο οι τιμές του πετρελαίου να έχουν σχεδόν τριπλασιασθεί τα τελευταία τρία χρόνια χωρίς να έχουν δημιουργήσει σημαντικούς κλυδωνισμούς στην παγκόσμια οικονομία, όπως συνέβη πριν από 30 περίπου χρόνια όταν σημειώθηκε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση; Το ίδιο διάστημα, δηλ. 2003-2005, η οικονομία της Eυρωζώνης αναπτύχθηκε (σε μέση ετήσια βάση) κατά 2%, των ΗΠΑ 4,4% και της Κίνας 10%. Η απάντηση για το εκ πρώτης όψεως παράδοξο αυτό φαινόμενο είναι αρκετά σύνθετη και έχει να κάνει κυρίως με τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν το 1973-75, όταν η οικονομία εδοκιμάζετο ήδη από υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη. Επιπλέον, ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας εξηρτάτο τότε άμεσα από το πετρέλαιο, ιδίως η βιομηχανία. Σήμερα η όλη κατάσταση είναι τελείως διαφορετική, αφού διεθνώς υπάρχει μικρός πληθωρισμός και δυνατή ανάπτυξη, ενώ οι αυξήσεις των τιμών πετρελαίου είναι σταδιακές, έτσι που μπορούν να απορροφώνται σχετικά ανώδυνα. Μικρές οι Επιπτώσεις στο ΑΕΠ Σύμφωνα με τον κ. Ken Rogoff (βλέπε Economist April, 30, 2006), καθηγητή οικονομικών στο Harvard και πρώην εξέχων στέλεχος του ΔΝΤ, ακόμα και τώρα δεν έχουμε μία ξεκάθαρη εικόνα της σχέσης μεταξύ τιμών πετρελαίου και ΑΕΠ. Ο κ. Rogoff πιστεύει ότι εφόσον η άνοδος των τιμών του αργού γίνεται σταδιακά αυτό δεν θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην παγκόσμιο οικονομία. «Απεναντίας μία σταδιακή άνοδος δίδει την δυνατότητα στους καταναλωτές να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους και να υιοθετήσουν πιο ενεργειακά αποδοτικές λύσεις. Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος για τη σημερινή ηρεμία και τις πραγματικά μικρές επιπτώσεις στην οικονομία οφείλεται στο γεγονός ότι η τωρινή αύξηση των τιμών συνέπεσε με χαμηλό πληθωρισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και σταθερή ανάπτυξη η οποία τροφοδοτείται από δυνατή ζήτηση. Αντίθετα οι αυξήσεις τη δεκαετία του ΄70 συνέπεσαν με υψηλό πληθωρισμό, αυτόματες τιμαριθμικές προσαρμογές μισθών και προϊόντων και οικονομική δυσπραγία», παρατηρεί ο κ. Rogoff. Ένας άλλος σοβαρός λόγος είναι ότι οι οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ σήμερα παρουσιάζουν πολύ μικρότερη «ενεργειακή ένταση» χάρις στη μετατόπιση μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες. Ακόμα και η ίδια η βιομηχανία χρησιμοποιεί πολύ λιγότερο πετρέλαιο ανά μονάδα παραγωγής, ενώ στην ηλεκτροπαραγωγή το πετρέλαιο αντιστοιχεί σ’ ένα πολύ μικρό ποσοστό της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (απεναντίας έχει αυξηθεί η χρήση άνθρακα και φυσικού αερίου). Π.χ οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τη μισή ποσότητα πετρελαίου ανά μονάδα ΑΕΠ, σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν, ενώ η ποσοστιαία συμμετοχή του πετρελαίου στις εισαγωγές πρώτων υλών στις χώρες του ΟΟΣΑ έχει μειωθεί στο 4% σήμερα από το 13% τη δεκαετία του ΄70. Έτσι παρά την εντυπωσιακή άνοδο της τιμής του μαύρου χρυσού το τελευταίο διάστημα, πέρα από έντονη ανησυχία αυτή η συμπεριφορά δεν φαίνεται να έχει ενσπείρει πανικό στις αγορές. Κάτι που συνέβη όμως την περίοδο 1973 – ΄74 κατά την πρώτη ενεργειακή κρίση και κατά τη δεύτερη που ακολούθησε την κρίση στην Περσία με την πτώση του Σάχη το 1979, και την μετέπειτα έναρξη του Ιρανό – Ιρακινού πολέμου το 1980 - ΄81. Τότε οι επιπτώσεις από τη ραγδαία άνοδο των τιμών υπήρξαν καταλυτικές και οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στα ισοζύγια πληρωμών των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών ήσαν άμεσες. Αποτέλεσαν δε την αφετηρία για την μακρά περίοδο στασιμοπληθωρισμού που ακολούθησε. Ένας ακόμη βασικός λόγος για τις μικρές επιπτώσεις σήμερα από την άνοδο των τιμών του αργού είναι ότι η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας στις αρχές του 21ου αιώνα είναι τελείως διαφορετική από αυτήν πριν 25 χρόνια, καθώς η γνώση για το πώς λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία είναι πιο προχωρημένη, κάτι που επιτρέπει στους διεθνείς οργανισμούς (ΔNT, OOΣA, Διεθνής Τράπεζα, ΙΕΑ) να έχουν μία πιο άμεση και πλέον πραγματική εικόνα και να ασκούν μία πιο αποτελεσματική εποπτεία στις χρηματαγορές και στην οικονομία γενικότερα. Όπως επίσης με την ίδρυση και δραστηριοποίηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) που εδρεύει στο Παρίσι, μπορούμε σήμερα να γνωρίζουμε πλέον με μεγάλη ακρίβεια την κατάσταση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου διεθνώς καθώς και των ενεργειακών ροών. Κάτι που ασφαλώς συμβάλλει στην εξάλειψη του φοβικού συνδρόμου το οποίο συνήθως γίνεται η αιτία σοβαρών οικονομικών κρίσεων. Ισχυρή Ζήτηση Σήμερα όμως που η τιμή του αργού κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα όπου στα 80 δολάρια θα αγγίξει, σε αποπληθωρισμένες τιμές, το αντίστοιχο υψηλό επίπεδο του 1979 δεν παρατηρείται πανικός οι δε επιπτώσεις σε πληθωρισμό και οικονομική ανάπτυξη είναι σχετικά μικρές σε σχέση με τις δεκαετίες ΄70 και ΄80, και μάλιστα δεν έχουν επηρεάσει καθόλου την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη (84.5 εκ.βαρ./ημέρα το Α΄ τρίμηνο του 2006, 83.3 εκ.βαρ./ημέρα το 2005, 82.2 εκ.βαρ./ημέρα το 2004 και 79.2 εκ.βαρ./ημέρα το 2003). Είναι εμφανές και στον πλέον ανυποψίαστο παρατηρητή ότι οι υψηλές τιμές πετρελαίου δεν επηρεάζουν πλέον καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα και το ερώτημα που προκύπτει είναι για πόσο καιρό ακόμη και από ποια τιμή και άνω, η άνοδος του αργού, και κατά συνέπεια των προϊόντων (που λόγω συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά και του γεγονότος ότι η πρώτη ύλη αντιστοιχεί σε ένα μικρό μόνο μέρος του συνολικού τιμήματος, δεν ακολουθούν την πορεία των διεθνών τιμών) δεν θα επηρεάσει την ανάπτυξη. Δεν υπάρχει εδώ μία αντίφαση μεταξύ των αυξανόμενων διεθνών τιμών πετρελαίου και των περιθωριακών επιπτώσεων στην παγκόσμιο οικονομία; Μία μερίδα οικονομολόγων πιστεύει ότι δεν υπάρχει ουδεμία αντίφαση, η δε συμπεριφορά της αγοράς είναι αναμενόμενη αρκεί να έχουμε αναλύσει επαρκώς τις τρέχουσες συνθήκες. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις τους, πρώτος και βασικός λόγος για την απουσία νευρικών αντιδράσεων από πλευράς αγοράς είναι ότι η σημερινή άνοδος των τιμών σε σύγκριση με το παρελθόν οδηγείται από αυξανόμενη ζήτηση, δηλαδή την κατανάλωση, και όχι από διακοπές ή και έλλειψη στις προμήθειες, όπως συνέβη το 1973 και το 1979. Απόρροια αυτού του λόγου είναι ότι η αύξηση των τιμών από τα 25 δολ/βαρέλι (αρχές 2003) μέχρι τα 75 δολ/βαρέλι (Απρίλιος 2005) έγινε σταδιακά, έτσι που εδόθηκε καιρός στην αγορά να προσαρμοσθεί. Δεύτερος εξ΄ ίσου σοβαρός λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός αυτή την περίοδο έχει διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία (1.0 – 2.0%) και μάλιστα σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν υπάρχουν ξεκάθαροι δημοσιοοικονομικοί στόχοι από πλευράς κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων έτσι ώστε τα περιθώρια για σοβαρές αποκλίσεις να είναι μικρά. Έτσι παρά τις εξασκούμενες πιέσεις η εισοδηματική πολιτική δεν έχει επηρεαστεί από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, πέρα από τα πραγματικά όρια επηρεασμού της οικονομίας. Ο τρίτος λόγος, και ίσως ο πιο βασικός, είναι ότι σήμερα οι κυβερνήσεις, οι διεθνείς οργανισμοί μέσω των οικονομικών τους επιτελείων έχουν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς κινείται η διεθνής οικονομία και οι χρηματαγορές και πως αυτές επηρεάζουν την πραγματική οικονομία ενώ παράλληλα έχουν διαμορφώσει έξυπνους τρόπους παρέμβασης στην αγορά, κυρίως μέσω των επιτοκίων, πράγμα που συμβάλλει στη διατήρηση της ανάπτυξης. Σήμερα, σε σύγκριση με το παρελθόν, η άνοδος των επιτοκίων που υπαγορεύεται από τις κεντρικές τράπεζες (πχ ECB, Fed) είναι σταδιακές και προβλέψιμες τα δε πραγματικά επιτόκια – πληθωρισμός μείον επιτόκια – παραμένουν αρνητικά. Το πετρέλαιο διευρύνει τις ανισορροπίες Παρά τις μικρές επιπτώσεις των υψηλών τιμών πετρελαίου στην παγκόσμια οικονομία, ένας τομέα που έχει πληγεί σοβαρά και θα υποστεί περαιτέρω συνέπειες είναι αυτός των μεταφορών όπου τα παραδοσιακά πετρελαϊκά προϊόντα (βενζίνη, ντίζελ) δεν μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα ή γρήγορα. Εδώ επιβάλλονται περαιτέρω αυξήσεις, μέσω φορολογίας, ώστε να επηρεαστεί η καταναλωτική συμπεριφορά και οι εταιρείες να προχωρήσουν στην ανάπτυξη νέου τύπου καυσίμων (πχ βιοκαύσιμα). Όμως μία συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών, είναι βέβαιο ότι θα πλήξει ένα μέρος της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, παρατηρεί ο κ. Fatih Birol, υπεύθυνος οικονομικής ανάλυσης του ΙΕΑ. Πολλές από τις αναπτυσσόμενες χώρες παρατήρησε ο κ. Birol, εξαρτώνται υπέρμετρα από εισαγωγές πετρελαίου ενώ η χρήση ενέργειας παραμένει εξαιρετικά σπάταλη. Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για τη διεθνή οικονομία η παγκοσμιοποίηση είχε σημαντική συμβολή στη συγκράτηση του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις του πετρελαϊκού ράλι. Πάντως, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου ενισχύουν, σύμφωνα με το διεθνή οργανισμό, τις παγκόσμιες ανισορροπίες δημιουργώντας από τη μια πλευρά τεράστια πλεονάσματα στις χώρες που εξάγουν «μαύρο χρυσό» και διευρύνοντας τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των χωρών που τον εισάγουν, όπως οι ΗΠA. Σύμφωνα με το ΔNT, ο αντίκτυπος του ακριβού πετρελαίου στις παγκόσμιες ανισορροπίες θα παραμείνει περισσότερο από ότι στις ενεργειακές κρίσεις του 70 και του 80, κυρίως διότι οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν παραμείνει υπό έλεγχο, με συνέπεια οι καταναλωτές να μην πιέζονται έντονα να αναπροσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους. Όπως έδειξε η ανάλυση του ΔNT, ο μέσος πληθωρισμός στις ανεπτυγμένες χώρες βρίσκεται υπό έλεγχο από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, παραμένοντας στο 2% - 3%, σε σχέση με επίπεδα ως και 9% στις αρχές του ΄80. Υπέρ των Υψηλών Τιμών Με δεδομένη την μικρή επίδραση των υψηλών τιμών πετρελαίου στην παγκόσμιο ανάπτυξη και στις επιμέρους οικονομίες, η διατήρηση των τιμών του αργού και των προϊόντων σε υψηλά επίπεδα για αρκετό διάστημα ακόμα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Αυτό εξ’ άλλου κρίνεται απαραίτητο για την εξασφάλιση συνεχούς ερευνητικής προσπάθειας, κυρίως από πλευράς των μεγάλων δυτικών εταιρειών οι οποίες, όντας αποκλεισμένες από τα εύκολα κοιτάσματα της Μ. Ανατολής, είναι υποχρεωμένες να διεξάγουν έρευνες για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων σε δύσκολες περιοχές και σε βαθιά ύδατα (πχ Αρκτική, Δυτική Αφρική, Μαύρη Θάλασσα, Ειρηνικός) όπου το κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό. Με τη διεθνή παραγωγική ικανότητα να παραμένει καθηλωμένη γύρω στο 84.0 με 84.5 εκ. βαρέλια την ημέρα, τη ζήτηση να καλπάζει και την έλλειψη επαρκών περιθωρίων ασφαλείας, η ανάγκη για ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων παραμένει αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Αυτό όμως μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη διατήρηση υψηλών τιμών.