Πού μπορεί να φθάσει η τιμή του πετρελαίου; Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι εξακολουθούν να διερωτώνται, δίνοντας ενίοτε απαντήσεις που περιλαμβάνουν τριψήφιους αριθμούς. Για το μεγαλύτερο μέρος των δεκαετιών του ’80 και του ’90, η τιμή του πετρελαίου σπανίως απομακρυνόταν από τα 20 δολάρια το βαρέλι. Με εξαίρεση ένα σύντομο διάλειμμα μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, το 1990, ο κόσμος συνήθισε να απολαμβάνει τις χαρές του φθηνού πετρελαίου. Να, όμως, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια η τιμή υπερτριπλασιάστηκε, ξεπερνώντας τα 70 δολάρια το βαρέλι. Ακόμα κυμαίνεται πάνω από αυτό το «φράγμα» και οι τιμές στις προθεσμιακές αγορές αφήνουν να εννοηθεί ότι ο «μαύρος χρυσός» θα παραμείνει πολύτιμο αγαθό για τα επόμενα χρόνια. Σαφώς και οι επενδυτές έχουν πεισθεί ότι κάποια πράγματα που θεωρούσαν δεδομένα έχουν πλέον παρέλθει. Μεταξύ αυτών είναι η αντίληψη πως η Σαουδική Αραβία θα ενεργεί εις τον αιώνα τον άπαντα προκειμένου να συγκρατήσει τις τιμές. Οι Σαουδάραβες διαθέτουν στο υπέδαφός τους πετρέλαιο που μπορεί να διαρκέσει πολλές δεκαετίες ακόμα, ενώ έχουν και κίνητρο να διατηρήσουν τις τιμές σε αρκετά χαμηλά επίπεδα ώστε να αποτρέψουν κινήσεις εξοικονόμησης ή αντικατάστασης. Για τον σκοπό αυτό –και για να βοηθήσει τους προστάτες του στην Ουάσιγκτον– το βασίλειο διατηρούσε την πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα στα επίπεδα μερικών εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως, που επαρκούσαν για την αντιμετώπιση αιφνίδιας εκτίναξης της ζήτησης ή μείωσης της προσφοράς. Κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, π.χ., η Σαουδική Αραβία άνοιξε τις στρόφιγγες για να αντισταθμίσει την απώλεια της φυσιολογικής παραγωγής του Ιράκ και του Κουβέιτ. Ωστόσο, με την αύξηση της ζήτησης τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από χώρες με ραγδαίους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης όπως η Κίνα, η προσφορά δεν συμβάδισε, με αποτέλεσμα να διαβρώνεται σταδιακά η πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα της Σαουδικής Αραβίας. Για πρώτη φορά έπειτα από δύο δεκαετίες και πλέον, η ζήτηση εξαντλεί την προσφορά. Μια πιο ελεύθερη πετρελαϊκή αγορά δεν είναι αρνητική εξέλιξη. Με την πάροδο του χρόνου, οι αυξημένες τιμές θα οδηγήσουν σε κινήσεις συντήρησης – κάτι θετικό για έναν κόσμο γεμάτο ανησυχία για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Επιπλέον, οι πετρελαϊκές εταιρείες προφανώς θα ανταποκριθούν στις υψηλές τιμές, διπλασιάζοντας τις προσπάθειές τους να προμηθεύσουν περισσότερο προϊόν. Αυτό και κάνουν, άλλωστε: βάσει εκτιμήσεων, νέα παραγωγική δυνατότητα 15 εκατ. βαρελιών ημερησίως θα γίνει διαθέσιμη ώς το 2010. Και παρά τις «Κασσάνδρες», γεωλογικά στοιχεία δείχνουν πως υπάρχει ακόμα πληθώρα «μαύρου χρυσού» στο υπέδαφος. Το πρόβλημα είναι ότι τα πιο υποσχόμενα σημεία για έρευνες βρίσκονται σε ασταθείς περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή και η Ρωσία. Επιπλέον, το πετρέλαιο ελέγχεται από κρατικές εταιρείες, οι οποίες συχνά μοιάζουν να εθελοτυφλούν στα μηνύματα που στέλνει η αγορά. Όσο η προσφορά παραμένει επισφαλής, το όποιο πολιτικό ή μετεωρολογικό πρόβλημα παρουσιαστεί σε παραγωγό χώρα (και πάντα φαίνεται πως υπάρχει τουλάχιστον ένα) θα επηρεάσει τις αγορές. Άλλοι τρεις παράγοντες ενισχύουν την αβεβαιότητα. Πρώτον, η εισροή νέων κερδοσκοπικών επενδύσεων στις αγορές εμπορευμάτων, ιδιαίτερα του πετρελαίου. Οι κερδοσκόποι θεωρείται πως έχουν τοποθετήσει περισσότερα από 100 δισ. δολάρια σε αυτές τις αγορές τα τελευταία χρόνια, συμβάλλοντας στην εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα. Όμως, τα νέα κεφάλαια μπορούν να αποσυρθούν από τις πετρελαϊκές αγορές «εν μια νυκτί», προκαλώντας κατάρρευση των τιμών (και εκτροχιάζοντας ολοκληρωτικά τα επενδυτικά σχέδια της ενεργειακής βιομηχανίας). Άγνωστο, άλλωστε, είναι πώς το ακριβό πετρέλαιο θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία. Στο παρελθόν, η εκτίναξη των τιμών οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, πυροδοτώντας υφέσεις. Αυτή τη φορά, η εξέλιξη ίσως είναι διαφορετική, εν μέρει γιατί την άνοδο των τιμών πυροδότησε η αύξηση της ζήτησης και όχι η μείωση της προσφοράς. Αυτό σημαίνει ότι η άνοδος υπήρξε σταθερή και σταδιακή, δίνοντας στους καταναλωτές περισσότερο χρόνο να προσαρμοσθούν. Επιπλέον, ο πληθωρισμός διατηρείται χαμηλός και οι πετρελαιοεξαγωγοί στηρίζουν την κατανάλωση στην υπ’ αριθμόν 1 εισαγωγό του κόσμου, ΗΠΑ. Το ακριβό πετρέλαιο ίσως εν τέλει κάμψει τη ζήτηση. Όμως, με ποιο τίμημα και με ποιο κόστος για την παγκόσμια οικονομία, ουδείς γνωρίζει. Μακροπρόθεσμα, τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα προκαλεί η τεχνολογία. Οι δυτικές πετρελαϊκές αρχίζουν να επιλύουν το πρόβλημα της ανακάλυψης νέων κοιτασμάτων παρασκευάζοντας καύσιμα. Τα «χειροποίητα» καύσιμα, όπως η αιθανόλη που προέρχεται από φυτά, ή το ντίζελ, από άνθρακα και φυσικό αέριο, υπόσχονται ασφαλή και σχεδόν απεριόριστη προσφορά. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, είναι πολύ πιο ακριβά στην παραγωγή τους από το πετρέλαιο. Πριν αλλάξει αυτό, η πετρελαϊκή αγορά θα εξακολουθήσει να προσελκύει τα βλέμματα όλων, επενδυτών και καταναλωτών. (Καθημερινή - The Economist, 29/4/06)