Του Κ.Ν Σταμπολή
Η πρόσφατη φραστική αντιπαράθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ρωσία και κατ’ επέκταση μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας με αφορμή τον έλεγχο προμηθειών φυσικού αερίου είναι το λογικό επακόλουθο της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας, αποτέλεσμα κυρίως της προσπάθειας των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την εξαφάνιση του διπολικού σχήματος ισορροπιών. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 1991 με τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο υπό προεδρίας πατρός Μπους, η οποία για άγνωστους λόγους δεν συνεχίσθηκε την περίοδο 1992 – 2002, με αποτέλεσμα εν τω μεταξύ την ενδυνάμωση της Ρωσίας (η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αντιμετώπιζε το φάσμα της χρεοκοπίας), αλλά και την παράλληλη ανάδειξη της Κίνας ως σημαντικής παγκόσμιας εμπορικής δύναμης. Η σχετικά ήρεμη από πλευράς εχθροπραξιών αλλά και τρομοκρατικών ενεργειών περίοδος 1991 – 2001, εξασφάλισε τις απαραίτητες συνθήκες για ταχεία παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ν.Α Ασία, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των ενεργειακών αναγκών και αναπόφευκτα την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου για ικανοποίηση των αναγκών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1994 μέχρι σήμερα η διεθνής κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε κατά 20% ενώ η προβλεπόμενη μέση ετήσια αύξηση για τα επόμενα χρόνια είναι της τάξης των 1,6%. Η νέα περίοδος γεωπολιτικής αστάθειας που ξεκίνησε με τον Β΄ πόλεμο του Κόλπου και την κατάληψη του Ιράκ από Αμερικανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 2003 αποτέλεσε την αφορμή για το ράλι των διεθνών τιμών του πετρελαίου οι οποίες έχουν ανατιμηθεί 200% μέσα σε τρία χρόνια και έχουν οδηγήσει στη σημερινή πετρελαϊκή κρίση. Αποτέλεσμα της πετρελαϊκής αυτής κρίσης ήτο να αυξηθεί το ενδιαφέρον για το φυσικό αέριο το οποίο οι περισσότερες χώρες και εταιρείες προωθούν ως υποκατάστατο του πετρελαίου λόγω των σαφών περιβαλλοντικών του προτερημάτων (είναι πολύ καθαρότερο στην καύση του), της ανταγωνιστικής του τιμής αλλά και των σημαντικά μεγαλύτερων και αναξιοποίητων αποθεμάτων που υπάρχουν παγκοσμίως. Όμως ο έλεγχος αυτών των αποθεμάτων και γενικότερα της ροής του αερίου αποδεικνύεται εξ ίσου σημαντικός από γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής πλευράς. Στην περίπτωση του αερίου μάλιστα επειδή η μεταφορά γίνεται κυρίως μέσω αγωγών, που διασχίζουν χώρες και ηπείρους, το «δέσιμο» μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων είναι ιδιαίτερα δυνατό, περιορίζει τις δυνατότητες εναλλακτικών προμηθειών και οδηγεί σε εξάρτηση. Η συνειδητοποίηση του κρίσιμου ρόλου του αερίου ως στρατηγικού καυσίμου, συνέπεσε με την σημερινή πετρελαϊκή κρίση και την ανέλιξη της Ρωσίας ως βασικού ενεργειακού προμηθευτή σε παγκόσμιο επίπεδο (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» 29.1.06) αφού η Ρωσία εκτός του ότι διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον πλανήτη έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εξαγωγό πετρελαίου, στην ίδια θέση πλέον με την Σαουδική Αραβία, με ημερήσιες εξαγωγές που φθάνουν τα 9.5 – 9.6 εκατομ. βαρέλια. Μάλιστα στο αμέσως επόμενο διάστημα η ενεργειακή θέση της Ρωσίας πρόκειται να ενδυναμωθεί περαιτέρω με την ανάπτυξη νέων τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου (αρκετά από αυτά σε συνεργασία με Δυτικές εταιρείες όπως λ.χ στην Άπω Ανατολή βλέπε νήσος Σαχαλίνη, στην Σιβηρία βλέπε πεδίο Yuzhno Russkoye, στην Θάλασσα Barents βλέπε πεδίο Shockman κλπ) Υπό αυτήν την έννοια η κυβέρνηση του προέδρου Πούτιν δεν επιθυμεί να παραμείνει στο περιθώριο των εξελίξεων αλλά θέλει να είναι αυτή που θα καθορίζει πλέον τους όρους του παιχνιδιού σε μία διευρυμένη γεωγραφική περιοχή. Και αυτό έγινε εμφανέστατο από την κίνηση που έκανε στις αρχές του έτους με τη διακοπή των εξαγωγών αερίου προς Ουκρανία και Μολδαβία και των πρωτοβουλιών που ανέπτυξε και αναπτύσσει για τη δημιουργία πλήρως ελεγχόμενων εξαγωγικών αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου προς Δύση και Ανατολή. Η σύμπτωση μάλιστα της ανάληψης από τη Ρωσία της προεδρίας των χωρών G8 για το 2006, ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να προβάλλει urbi et orbi τη νέα της παγκόσμια στρατηγική. Μάλιστα, μετά την είσοδό της στον ΠΟΕ, η Ρωσία εγκαταλείπει πλέον με επιταχυνόμενους ρυθμούς το παλαιό καθεστώς επιδότησης των ενεργειακών προϊόντων τόσο για εξαγωγές της όσο και στην εσωτερική της αγορά. Η Ρωσία του Προέδρου Πούτιν λειτουργεί και αναπτύσσει πλέον την ενεργειακή της αγορά σε ένα ανταγωνιστικό καθεστώς το οποίο επιβάλλει επανατοποθέτηση των όρων πώλησης προς όλους τους καταναλωτές. Έτσι υπό την πίεση των κανόνων της αγοράς πρωταρχικό μέλημα της Ρώσικης ηγεσίας είναι η επικερδής εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου. Αυτό εξ’ άλλου ζητούν ο ΠΟΕ, η Διεθνής Τράπεζα και λοιποί διεθνείς οργανισμοί. Αυτό πράττει και η σημερινή Ρωσία, δημιουργώντας αναταραχή στη διεθνή αγορά. Αυτή η νέα στρατηγική όμως δημιουργεί κλυδωνισμούς και ρήγματα στη νέα μονοπολική τάξη πραγμάτων που προωθούν οι ΗΠΑ, για αυτό και ο φραστικός πόλεμος γύρω από τις προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και οι αντίστοιχες «απειλές» του Κρεμλίνου ότι θα κατευθύνει (μελλοντικά) προς Ανατολάς τη ροή του αερίου, ως να ήτο το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Είναι εμφανές ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν βαθύτατα από την επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Μόσχας την οποία επιδιώκουν όχι μόνο να ελέγξουν αλλά και να περιορίσουν. Όπως είναι εξ’ ίσου εμφανές ότι εάν οι ΗΠΑ δεν επαναπροσδιορίσουν τη εξωτερική τους πολιτική ώστε να ενταχθεί στην σωστή της διάσταση η νέα Ρωσική ενεργειακή πραγματικότητα και αναγνωριστεί ο ώριμος ρόλος της Ρωσίας στη προμήθεια ενέργειας, θα οδηγηθούμε πολύ σύντομα σε μία νέα σοβαρή και διαρκή αντιπαράθεση Ανατολής – Δύσης, όπου τη θέση των πυρηνικών εξοπλισμών του ψυχρού πολέμου θα καταλάβει τώρα η ενέργεια, σε έναν ανταγωνισμό για τον έλεγχο όχι πυρηνικών κεφαλών αλλά κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το Όνειρο της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής Εν όψει των ανωτέρω εξελίξεων το θέμα της ασφάλειας των ενεργειακών προμηθειών, καταλαμβάνει πλέον πρωτεύουσα θέση στην σχεδίαση της οικονομικής, ενεργειακής και εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην προσπάθειά της να διατυπώσει μία συντεταγμένη πολιτική για ν’ αντιμετωπίσει τους εξ’ Ανατολάς κινδύνους, και τις επαπειλούμενες διακοπές της ενεργειακής τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου στο φυσικό αέριο (βλέπε Ρωσία) και στο πετρέλαιο (βλέπε κράτη του Κόλπου) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε ν’ ανακοινώσει τις προτάσεις της, μέσω της Πράσινης Βίβλου (Μάρτιος 2006), για την διατύπωση και υιοθέτηση μίας κοινής Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ε.Ε επιδιώκει μία ειδική σχέση με τη Ρωσία στα πλαίσια της ανωτέρω πολιτικής. Οι βασικοί άξονες της οποίας είναι: (α) Η βιωσιμότητα μέσω της ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εναλλακτικών καυσίμων και συμβατικών πηγών με μειωμένες εκπομπές αερίων ρύπων. (β) Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας σε όλες τις ενεργειακές αγορές ανεξαιρέτως και η προώθηση επενδύσεων σε «καθαρή ενέργεια» και (γ) Η ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών μέσω της μείωσης στην ζήτηση, τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας και την αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, από συμβατικά και μη καύσιμα. Για τους παλαιότερους αυτή είναι μία ταινία που την έχουμε δει τουλάχιστον δύο με τρεις φορές τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Οι στόχοι για τη διαμόρφωση μίας κοινής Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, όπου στα πλαίσιά της θα αντιμετωπίζονται τα προβλήματα της ενεργειακής ασφάλειας, είναι τόσο φιλόδοξοι, αλλά και ανέφικτοι συγχρόνως, όσο και αυτοί περί δημιουργίας μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Καθότι η διατύπωση κοινών θέσεων στην ενέργεια, ιδιαίτερα στον τομέα ασφάλειας προμηθειών και ελέγχου τιμών, αναπόφευκτα προσκρούει στις εθνικές προτεραιότητες και στόχους. Μια κοινή Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική ως ιδέα ακούγεται καλή, και οπωσδήποτε απαραίτητη εν όψει μίας διαρκώς επιδεινούμενης παγκόσμιας κατάστασης και της προσπάθειας εξεύρεσης νέων ενεργειακών πόρων. Αλλά ίσως χρειασθούν δύο ή και τρεις ακόμη ισχυροί κραδασμοί, τύπου Ρώσο-Ουκρανικής κρίσης, ή και χειρότεροι για να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη (ιδίως αυτά του διευθυντηρίου) να παραμερίσουν τις εθνικές τους προτεραιότητες και ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σε μια ενιαία Ευρωπαϊκή βάση. Η Ενέργεια Βασική Παράμετρος της Ε.Ε. Βέβαια δεν είναι λίγες οι χώρες και οι εταιρείες που επλήγησαν από την τελευταία Ρωσική πρωτοβουλία περιορισμού των εξαγωγών φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, λ.χ η Ιταλική βιομηχανία επλήγει ιδιαίτερα αφού επί αρκετές εβδομάδες τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο παρατηρήθηκαν σοβαρές ανωμαλίες εφοδιασμού ενώ η έλλειψη φυσικού αερίου (για τεχνικούς λόγους) από τη Βόρεια Θάλασσα και η ταυτόχρονη αδυναμία μεταφοράς ικανού όγκου από την Ευρωπαϊκή ήπειρο προς τις Βρετανικές νήσους οδήγησε στα ύψη τις τιμές φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για αντιμετώπιση της όλης κατάστασης μεταξύ άλλων η Ε. Επιτροπή προτείνει επιτάχυνση των διαδικασιών απελευθέρωσης των αγορών και λειτουργίας του ανταγωνισμού κάτι το οποίο θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην πλήρη ενοποίηση όλων των Ευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων. Μια τέτοια εξέλιξη, σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο, θα μειώσει συνολικά την εξάρτηση της Ευρώπης από εξωτερικούς προμηθευτές, θα ενισχύσει την αλληλεξάρτηση των κρατών μελών και θα συμβάλει στη δημιουργία μιας μεγάλης ενοποιημένης αγοράς 450 εκατομμύρια καταναλωτών (αφού ολοκληρωθούν πρώτα δεκάδες έργα ενεργειακών διασυνδέσεων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ) η οποία έτσι θα αποκτήσει τεράστιο διαπραγματευτικό εκτόπισμα στις επαφές της με τους βασικούς προμηθευτές της, οι οποίοι εκτιμάται ότι έτσι θα έχουν απέναντί τους ένα πολύ πιο δυνατό παίκτη τον οποίο θα αρχίσουν να αξιολογούν διαφορετικά, αφού θα τον έχουν αυτοί περισσότερο ανάγκη από ότι αυτός. Δηλαδή, ισχύς εν τη ενώσει. Πανάρχαιο αξίωμα που μας οδηγεί και στους βασικούς λόγους ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προκατόχους της την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και πριν από αυτήν την πολύ πιο ουσιαστική και αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ)(αρχές δεκαετίας του ’50). Δεν είναι παράκαιρο να υπενθυμίσουμε ότι ένας από τους βασικούς λόγους ίδρυσης της ΕΟΚ ήτο η εξασφάλιση πρώτων υλών (σιδηρομεταλλεύματα) και ενεργειακών πόρων (άνθρακας, πετρέλαιο). Ελλάδα: Απουσία Μακροχρόνιας Ενεργειακής Στρατηγικής Δυστυχώς για μία ακόμα φορά η χώρα μας σε περίοδο διεθνούς κρίσεως, εμφανίζεται στερούμενη μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Εγκλωβισμένη στα τρέχοντα θέματα ενεργειακής διαχείρισης η κυβέρνηση έχασε δύο πολύτιμα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο θα μπορούσε να είχε μελετήσει όλους τους παράγοντες και όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη διαμόρφωση του ενεργειακού τοπίου και να εισηγηθεί μία συντονισμένη και δεσμευτική πολιτική σταδιακής απεξάρτησης της χώρας από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες. Μία πολιτική που θα έπρεπε να είχε ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή ευρύτερης πολιτικής αποδοχής ώστε να αντέχει στον χρόνο. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει περιοριστεί σε αποσπασματικές μόνο ενέργειες. Έτσι η δέσμευση για μεγαλύτερη χρήση φυσικού αερίου, η προώθηση των ΑΠΕ χωρίς τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου (ακόμα να ανακοινωθεί στο σύνολό του ο νέος νόμος 18 μήνες μετά την ετοιμασία του!) και η εισαγωγή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων για την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (χωρίς την δημιουργία νέων επιλεγόντων πελατών και με την αγορά να χειραγωγείται πλήρως από την ΔΕΗ), δεν συνιστούν ενεργειακή στρατηγική ούτε συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του τεράστιου θέματος της ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Η δε αδυναμία αποτελεσματικής προώθησης των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων της χώρας (πχ πετρελαιαγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, Τούρκο – Έλληνο – Ιταλικός αγωγός) συμβάλλει περισσότερο στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας παρά τις όποιες θετικές δράσεις σε επίπεδο Ν.Α Ευρώπης (βλέπε ECSEE). Η υλοποίηση των διασυνδέσεων αυτών δεν απαιτείται μόνο για αναπτυξιακούς λόγους αλλά κυρίως για την εξασφάλιση ενεργειακών προμηθειών. Εξ’ ίσου απογοητευτική είναι η παρατηρούμενη έλλειψη πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη νέων αποθηκευτικών χώρων αερίου και πετρελαίου, τη δημιουργία νέων τέρμιναλ LNG αλλά και την υποβάθμιση του ρόλου της Ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας στη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου σε διεθνές επίπεδο παίζει σημαντικότατο ρόλο. Απαραίτητη η Ανάπτυξη Εγχώριων Ενεργειακών Πόρων Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη από την εισαγωγή υδρογονανθράκων. Για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών η χώρα μας εισάγει 100% της αναγκαίας ποσότητας πετρελαίου και φυσικού αερίου, που συμμετέχουν κατά 68% στο ενεργειακό ισοζύγιο. Σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα είναι ενεργειακά η πιο εξαρτημένη, μία κατάσταση η οποία χειροτερεύει μέρα με την ημέρα. Παρόλα αυτά και με τους κινδύνους ορατούς πλέον από μια πιθανή διακοπή στην ομαλή ενεργειακή τροφοδοσία της χώρας, σε περίπτωση μίας γενικότερης σύρραξης στην Μ. Ανατολή, ή και αλλού, η κυβέρνηση επιδεικνύει μία εξοργιστική ηρεμία έχοντας εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στην ομαλή εμπορική λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς. Είναι γνωστό ότι σε μία πραγματική κρίση, οι συμφωνίες πάνε περίπατο και ο σωθών σωθείτο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα όπου η κάθε χώρα θα κοιτάξει τον δικό της ενεργειακό εφοδιασμό. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει στηρίξει αποκλειστικά τον σχεδιασμό της (εάν υπάρχει) στην φερεγγυότητα των παραδοσιακών προμηθευτών μας σε βορρά, νότο και ανατολή. Όμως, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων φαίνεται ότι βαίνει προς επανακαθορισμό και οι βεβαιότητες του σήμερα θ’ αντικατασταθούν από τις αβεβαιότητες του αύριο. Η εξασφάλιση του μεγαλύτερου, εάν όχι του συνόλου, των ενεργειακών μας αναγκών από εγχώρια παραγωγή καθίσταται πλέον θέμα επιβίωσης και όχι ακαδημαϊκής άσκησης.